Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

17 Ο Ι Μ Ε Σ ΗΜ Β Ρ Ι Ν Ο Ι Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ : Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Χ Ω Ρ Α του είχε πει την πρώτη φορά ο μπαμπάς όταν τον ρώτησε, «Ίδια με αυτά έξω από το σπίτι μας!» χάρηκε το παιδάκι, αλλά του κό- πηκε το γέλιο, ο πατέρας του δεν γέλασε, άρα δεν ήταν αστείο–, τα κοιτούσε και του φάνταζαν γίγαντες μεταμορφωμένοι σε δέντρα, τόσο ψηλά και φαρδιά δέντρα δεν είχε ξαναδεί, τα «δικά τους», αυτά που ήταν έξω από το σπίτι τους, δεν ήταν και τόσο μεγάλα – «Είναι μικρά ακόμη» τον είχε διαφωτίσει η Ελβίρα «δεν είναι πάνω από τεσσάρων χρόνων». Έβαζε μετά στο μάτι μια βελανιδιά, την πιο μεγάλη, την πιο παχιά, και έκανε μερικές φιλότιμες προσπάθειες να μετρήσει τα φύλλα της, αδύνατον, να μετρήσει τα κλαδιά της, επίσης αδύνατον, να ανακαλύψει πόσα πουλιά κάθονταν πάνω τους, πόσα πετούσαν γύρω τους, πόσα έρχονταν, πόσα έφευγαν. Κι όταν τελείωνε κι αυτό το παιχνίδι, έκανε αυτό που για ώρα απέφευγε: έριχνε μερι- κές κλεφτές ματιές στον πατέρα του, να δει αν είχε και πάλι το κεφάλι σκυμμένο, να δει αν είχε και πάλι εκείνη τη χαμένη έκφρα- ση, την έκφραση που έδειχνε ότι δεν ήξερε πού βρισκόταν, την έκφραση που έδειχνε ότι ήθελε να βρίσκεται αλλού. Και τότε το παιδί πληγωνόταν. Δεν έκανε καλή παρέα στον πατέρα του; Γιατί ήθελε να φύγει; Γιατί δεν του άρεσε να είναι μαζί; Μετά πρόσεχε καλύτερα το πρόσωπό του –πάντα με κλεφτές, λοξές ματιές–, η γραμμούλα στην άκρη των χειλιών του ήταν πιο έντονη, τα μάγουλα σαν πετρωμένα, ίδιο χρώμα και σκληράδα με τις πέτρες –πολύ θα ήθελε το παιδί να ακουμπήσει με το δάχτυλο το μάγουλό του, να βεβαιωθεί, το μέτωπο χαρακωμένο, γραμμές γραμμές, και τα μάτια κλειστά. Αργότερα ανακάλυψε κάτι να γυαλίζει πάνω στις βλεφαρίδες του μπαμπά του. Δεν ήταν ούτε οι στάλες της βροχής ούτε η υγρα- σία, όπως του έλεγε, ήταν δάκρυα κανονικά, δάκρυα που κρέμονταν από κει, από τις βλεφαρίδες, που κάποια αόρατη δύναμη τα κρα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=