Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

16 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Ύστερα στέκονταν για λίγο μπροστά στην «πέτρα τους», ίδια γκρίζα και στρογγυλή με τις υπόλοιπες, μόνο ο πατέρας του ήξερε να την ξεχωρίζει από την αρχή, δεν είχε καμία αμφιβολία, πήγαι- ναν κατευθείαν προς τα εκεί, στην τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη το παιδί την έμαθε κι αυτό, κι ας μη διέφερε σε τίποτα από τις άλλες, ας ήταν απλώς μια γκρίζα πέτρα με κάτι σημαδάκια –«γράμματα» τα είχε πει ο μπαμπάς του–, όπως και όλες οι άλλες. Στέκονταν μπροστά στην «πέτρα τους», αφού πρώτα έβγαζαν τα καπέλα τους –στην αρχή ο πατέρας έβγαζε και του παιδιού, μετά έμαθε εκείνο να το βγάζει μόνο του μόλις πλησίαζε–, άφηνε το παιδί τα μοβ λουλουδάκια με τις κίτρινες καρδούλες στη ρίζα της πέτρας, στο σημείο όπου χωνόταν μέσα στο γρασίδι, και χάζευε τριγύρω και κυρίως τον ουρανό. Σ’ εκείνο το μέρος, εκείνες τις ώρες, ανακάλυψε τις αμέτρητες μορφές του ουρανού. «Μεγάλος και ατέλειωτος» ήταν οι πρώτες παρατηρήσεις του, σε σχέση με το μέγεθος. «Συννεφιασμένος και γκρίζος» ήταν η πιο συνηθισμένη εικόνα που έβλεπε, σε σχέση με το χρώμα. Σπάνια ο ουρανός εκείνος ήταν γαλάζιος, χωρίς σύν- νεφα, σπάνια δεν έβρεχε. Όταν βαριόταν να κοιτάει τον ουρανό και τα σύννεφα, χαμή- λωνε το βλέμμα, εξέταζε τα ζουζούνια πάνω στο χορτάρι καθώς έκαναν έφοδο στα μοβ λουλουδάκια του, εκείνα με τις κίτρινες καρδούλες, τα έδιωχνε με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, το άλλο παρέμενε κλεισμένο μέσα στη μαλακή χούφτα του πα- τέρα του, που τώρα δεν του έκανε νοήματα, δεν το έσφιγγε και το ξέσφιγγε, το κρατούσε συνέχεια σφιγμένο, σαν να ήθελε να πάρει δύναμη και κουράγιο από τη μικροσκοπική χουφτίτσα, από τα λεπτά δαχτυλάκια, ακόμα και από τα κοντοκομμένα απαλά νυχάκια. Ύστερα έριχνε το βλέμμα του στα ψηλά δέντρα –«Βελανιδιές»,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=