Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)
15 Ο Ι Μ Ε Σ ΗΜ Β Ρ Ι Ν Ο Ι Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ : Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Χ Ω Ρ Α μυστήριο της κίτρινης καρδούλας να τον μαγεύει περισσότερο από τον μυστηριώδη χώρο όπου πήγαιναν – τόσο φουσκωτό μαξιλα- ράκι, τόσο ωραίο κίτρινο, τόσο πολλές κεραιούλες, τόσα τριχωτά κεφαλάκια, και όλα μέσα σε ένα τόσο μικρό λουλουδάκι… Το άλλο του χέρι, το δεξί, ήταν βυθισμένο σε ένα αντρικό χέρι, μεγά- λο, απαλό και ζεστό. Κούρνιαζε εκεί μέσα το δικό του, χάιδευε αφηρημένα κάθε γραμμούλα της παλάμης, που την ανακάλυπτε τρίβοντας πάνω κάτω το μικρό του, ανήσυχο δαχτυλάκι, και δεν το άφηνε ούτε ένα λεπτό. Στιγμές στιγμές, το μεγάλο χέρι έσφιγ- γε το δικό του μια δυο φορές, σημάδι ότι «Φτάσαμε» ή «Μη σε νοιάζει» αν τα άλογα κάλπαζαν πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως, «Ας φεύγουμε τώρα» ή «Πάμε παρακάτω», αν χάζευαν καμιά βιτρίνα. Ήξερε επίσης ότι το σφίξιμο αυτό, το συνθηματικό, σήμαινε και «Σ’ αγαπώ». Αυτό ήταν το πιο συχνό – έτσι το μετέφραζε ο ίδιος· δεν μιλούσαν τα σφιξίματα, αλίμονο, αλλά ήξερε πολύ καλά πως έτσι ήταν, «Σ’ αγαπώ» σήμαινε. Κατέβαιναν μετά από την άμαξα, ο μπαμπάς του πηδούσε από το σκαλί, έκανε πως χαμογελούσε, όμως αυτός ήξερε καλά εκείνη τη μικρή γραμμούλα –δεν ήξερε ακόμη ότι λέγεται ρυτίδα–, τη γραμμούλα στην άκρη των χειλιών του που εμφανιζόταν πάντα εκείνη την ώρα – την ώρα που πηδούσε από την άμαξα. Πατούσαν πάνω στο γρασίδι –πάντα πράσινο και πάντα περιποιημένο–, και τα βήματά τους βούλιαζαν, φιμωνόταν ο ήχος, έσβηναν και οι πατημασιές, το χορτάρι ξαναγύριζε στη θέση του μόλις σήκωνε πάλι το ποδαράκι του για να κάνει το επόμενο βήμα. Διήνυαν έτσι μια απόσταση που στην αρχή τού φαινόταν μεγάλη, τεράστια, αργότερα, όταν έμαθε να μετράει, την υπολόγιζε στα πενήντα δυο βήματα –βήματα κανονικά, του πατέρα του, που αυτός τα έκανε με τα πόδια τεντωμένα, για να συναγωνιστεί τον άντρα– και αρ- γότερα του φαινόταν μια απόσταση μικρή, σχεδόν ελάχιστη.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=