Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

Φιλιά από τον ουρανό Ν έα Υ όρκη Θ υμόταν αμυδρά ένα τεράστιο λιβάδι, σπαρμένο με καταπρά- σινο γρασίδι μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι του, και μερικές μεγάλες γκρίζες πέτρες με στρογγυλεμένη ράχη και πάνω τους γράμματα. Το μέρος ήταν πολύ ωραίο, γαλήνιο και πάντα το ίδιο. Αδιασάλευτη η τάξη, τα δέντρα θαρρείς και ήταν ακίνητα, τα πουλιά μουγκά, τα νερά από τις μαρμάρινες βρύσες κυλούσαν σιωπηλά. Οι άνθρωποι –άλλες φορές ήταν πολλοί, τις περισσότερες όμως νόμιζε πως ήταν μόνοι οι δυο τους– έμοιαζαν ελάχιστοι και μικρο- σκοπικοί μέσα σ’ εκείνο τον αχανή χώρο και μιλούσαν χαμηλόφω- να, περπατούσαν αργά, λες και δεν ήθελαν να ενοχλήσουν στο παραμικρό αυτούς που δεν μπορούσε να τους ενοχλήσει τίποτα πια. Στο μέρος εκείνο πήγαιναν με άμαξα – ήταν κάμποσο μακριά από το σπίτι τους, ή έτσι του φαινόταν. Στο ένα του χέρι θυμάται ότι πάντα κρατούσε ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, κάτι μοβ λου- λουδάκια με μια κίτρινη καρδούλα στο κέντρο, που την περιεργα- ζόταν κάθε φορά με το ίδιο ενδιαφέρον: ένα φουσκωτό, έντονα κίτρινο μαξιλαράκι, μικρό όσο ένα σεντ, και από μέσα του να ξε- φυτρώνουν πάρα πάρα πολλές κεραίες, λεπτές όσο μια κλωστή, ίσως και λεπτότερες, και να καταλήγουν σε ένα τριχωτό κεφαλά- κι, το ίδιο κίτρινο, το ίδιο ζωηρό, το ίδιο αυθάδικο. Αισθανόταν το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=