Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)
Τρεις κουταλιές ζάχαρη Τ ο τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα φίνο λινό στο χρώμα του άγουρου φιστικιού, κεντημένο με ωραία κοφτά σχέδια – κυ- παρισσί και λευκή η κλωστή που είχε διαλεχτεί κάποτε για να το κεντήσουν. Πάνω του ήταν ακουμπισμένο –ευλαβικά, θαρρείς– ένα υπέ- ροχο σερβίτσιο τσαγιού από πορσελάνη Σεβρών εκτυφλωτικά άσπρη, με πράσινα και χρυσά τελειώματα, και ένα μικρό βάζο από απόλυτα διάφανο κρύσταλλο, με μικρά κρινάκια του βουνού που σκορπούσαν ένα διακριτικό άρωμα. Μόλις η γυναίκα με τα ρυτιδιασμένα χέρια και τις πανάδες σερβίρισε το τσάι που άχνιζε, το άρωμα των κρίνων εξαφανίστηκε, γιατί επισκιάστηκε από εκείνο του τσαγιού. – Ζάχαρη; ρώτησε, κρατώντας το πιάτο και το φλιτζάνι με- τέωρα. – Τρεις κουταλιές, ευχαριστώ, είπε η άλλη και στριφογύρισε στην πολυθρόνα της. Ήπιαν μερικές καυτές γουλιές στη σιωπή. Μέσα στη σάλα δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο από κάτι μικρά τσακ και τσικ καθώς ακου- μπούσαν οι πορσελάνες μεταξύ τους, όσες φορές επέστρεφε το φλιτζάνι στη βάση του, αφού είχε ακουμπήσει στα χείλη τους. Χείλη στεγνά, αγέλαστα, σφιγμένα. Και άβαφα. Η οικοδέσποινα φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα. Ήταν ψη-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=