Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

26 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ μένουν μόνοι και κλαίνε χωριστά. Δεν είπε όμως τίποτα, περίμε- νε μόνο. – Την αγαπούσα πολύ, συνέχισε ο μπαμπάς του, πάρα πολύ, όπως σ’ αγαπούσαμε κι εσένα…Ήμασταν ευτυχισμένοι οι τρεις μας… όλο γέλια και χαρές… και φιλιά… Ξέρεις πόσα φιλιά τη μέρα σού έδινε η μανούλα; – Πόσα; είπε το παιδί, με το κεφάλι ακόμη σκυμμένο. – Χιλιάδες! Εκατομμύρια! Όλη την ώρα σε φιλούσε…, έσπασε η φωνή του πατέρα – μάλλον προσπαθούσε να μην κλάψει. Κάτι έκανε κρακ στην καρδούλα του μέσα. Αχ, πώς έχασε τόσα φιλιά; Ποιον να φιλάει τώρα η μανούλα του εκεί ψηλά; Σαν να άκουσε τις σκέψεις του, ο πατέρας συμπλήρωσε: – Και τώρα όμως… είμαι σίγουρος ότι από κει ψηλά που σε βλέπει, γιατί σε βλέπει όλη μέρα, σου στέλνει τα φιλιά της…Είμαι σίγουρος ότι σου τα στέλνει… – Κι εγώ είμαι σίγουρος, είπε ο μικρός, για να μην τον στενο- χωρήσει κι άλλο, αφού έβλεπε τα μάτια του δακρυσμένα – δεν ήθελε να κλάψει ο μπαμπάς του, όχι, αυτό δεν το ήθελε καθόλου. Σηκώθηκε το παιδί από τη ζεστή αγκαλιά, πήγε να πιάσει ένα μολυβένιο στρατιωτάκι που ήταν πεσμένο στο χαλί και του φαι- νόταν ότι τόση ώρα ζητούσε βοήθεια, ένιωσε τα μάγουλά του στεγνά και κρύα –αν κάποιος σε φιλάει όλη την ώρα, τα μάγουλα σου είναι ζεστά και υγρά– και κοίταξε τον πατέρα σοβαρός. – Να μου βρεις άλλη μανούλα, μπαμπά, του είπε. Θέλω κάποια να με φιλάει πραγματικά! Δεν θέλω φιλιά από τον ουρανό! Θέλω από δω, από δίπλα…, και έδειξε τυχαία μια μεγάλη κόκκινη πο- λυθρόνα. Αυτό δεν το είχε φανταστεί ο άντρας. Πόσο μπορεί να υπέφε- ρε το παιδί του, πόσο μόνο του μπορεί να ήταν… Κι ας πίστευε πως του πρόσφερε τα πάντα – αγάπη, παιχνίδι, νταντάδες, βόλτες…

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=