Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

25 Ο Ι Μ Ε Σ ΗΜ Β Ρ Ι Ν Ο Ι Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ : Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Χ Ω Ρ Α – Σσσσς! του έκανε ο πατέρας του. Ωραία… το διάβασες… μπράβο σου… Ήθελε να χοροπηδήξει ο μικρός, αλλά κάτι –και όχι το χέρι του πατέρα του, αυτό πια του άφηνε μια σχετική ελευθερία–, κάτι από μέσα του, τον συγκράτησε, κι ας μπορούσε πια να δια- βάζει, κι ας είχε μάθει να διαβάζει τέλεια – γιούπιιι! Κι όταν γύρισαν εκείνη τη μέρα στο σπίτι, μετά το ζαχαροπλα- στείο, τη σοκολάτα και την κερασόπιτα, μπήκαν μαζί στο σαλόνι –δεν χρειάστηκε να πάει κρυφά ο μικρός–, τον πήρε και πάλι απ’ το χέρι ο πατέρας του, στάθηκαν μπροστά στο τζάκι, κοίταξαν μαζί το πορτρέτο, και ο πατέρας τού είπε σοβαρός: – Αγόρι μου, ίσως θα ’πρεπε να σου πω κάποια πράγματα για τη μαμά σου… Έσκυψε το κεφαλάκι του εκείνος, αχ, πόσο ήθελε να ακούσει για τη μαμά του, πόσες φορές θέλησε να ρωτήσει, να μάθει πώς γίνεται να αφήνεις κάποιον που αγαπάς και να πηγαίνεις στον ουρανό, όπου σίγουρα θα έχει πολύ κρύο και θα φυσάει συνέχεια, να μάθει αν τον μάλωνε, αν τον νανούριζε, αν τον φιλούσε προτού κοιμηθεί, να μάθει, να μάθει τα πάντα, να λύσει τις απορίες του. – Σ’ ακούω, μπαμπά, είπε σοβαρός – ήταν μεγάλος πια, ήξερε να διαβάζει. – Η μανούλα σου…, είπε ο πατέρας και έδειξε προς τη ζωγρα- φιά, ήταν μια πολύ καλή… και πολύ όμορφη κοπέλα… που αγα- πούσε και εσένα και εμένα πολύ… όμως… δυστυχώς… ο Θεός… την πήρε κοντά Του… Κι άλλη φορά είχε ακούσει τέτοιες ιστορίες ο μικρός, ότι ο καλός Θεός είχε πάρει κάποιον κοντά Του, είχε ακούσει και για παιδάκια εκτός από μανούλες, αλλά δεν καταλάβαινε γιατί, αφού ο Θεός ήθελε να πάρει μια μανούλα ή ένα παιδάκι, δεν τους έπαιρνε μαζί, ώστε να έχει το παιδάκι τη μανούλα του και να μη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=