Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

24 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ κλάματα και κάτι στεγνά δάκρυα, και έκλαιγε γιατί η μανούλα του ήταν τόσο όμορφη, όσο καμία μάνα συμμαθητή ή φίλου του, όσο καμία φίλη ή συνεργάτιδα του πατέρα του – ήταν όμορφη με τα μακριά κόκκινα μαλλιά της, που σκέπαζαν τους ώμους και το αριστερό της στήθος, ήταν όμορφη με τα τεράστια μάτια της, που φάνταζαν στο μυαλό του σαν δυο άγουρα αμύγδαλα, ήταν όμορφη με το φουστάνι στο χρώμα του δαμάσκηνου, που άφηνε να φαίνε- ται ο λευκός, μακρύς λαιμός της, ένα εξίσου λευκό ντεκολτέ με μικρό στήθος και μια λεπτή μέση. Κάπου εκεί συνήθως τον αντιλαμβανόταν ο πατέρας του, για- τί κλοτσούσε καμιά καρέκλα ή χτυπούσε το χέρι του στο στήθος, να πάψει να κλαίει, να σταματήσει, τότε λοιπόν τον καταλάβαινε ο πατέρας του, άφηνε το ποτήρι στο τραπέζι, ερχόταν κοντά του, τον έκλεινε στην αγκαλιά του, πιο σφιχτά απ’ ό,τι του κρατούσε το χέρι στις εξορμήσεις τους στο νεκροταφείο, και τον κρατούσε έτσι για ώρα, λέγοντας του «Μη λυπάσαι, εσύ μη λυπάσαι. Η μαμά σε κοιτάει από κει πάνω και σ’ αγαπάει, σ’ αγαπάει πολύ». Και έμενε το παιδί μέσα στην αγκαλιά του πατέρα, ενώ θα ήθελε να βγει, να τον τραντάξει και να τον ρωτήσει: Αυτός γιατί λυπόταν; Αυτόν δεν τον κοιτούσε εκείνη από ψηλά; Δεν τον αγα- πούσε πολύ; Κι έτσι πέρασαν τα πρώτα χρόνια, μεγάλωσε το παιδί, πήγε στο σχολείο, έμαθε να διαβάζει, και μια Κυριακή, εκεί που ακουμπού- σε τα μοβ λουλουδάκια στη ρίζα της γκρίζας πέτρας: – Α-γα-πη-μέ-νη σύ-ζυ-γος και μη-τέ-ρα, Κέ-ρι Α-δά-μου, η-λι- κί-α 28! συλλάβισε ενθουσιασμένος που τα κατάφερε, ενώ από παραδίπλα μια κυρία με λευκά μαλλιά στράφηκε ξαφνιασμένη προς τη μεριά τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=