Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)
23 Ο Ι Μ Ε Σ ΗΜ Β Ρ Ι Ν Ο Ι Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ : Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Χ Ω Ρ Α ποτό που ούτε χρυσό μπορούσε να το πει αλλά ούτε και καφέ, με το ποτό λοιπόν αυτό στο χέρι τον έβρισκε να κοιτάει τη ζωγραφιά της γυναίκας του, της μάνας του παιδιού, της μάνας που δεν είχε γνωρίσει, δηλαδή την είχε γνωρίσει, αλλά δεν τη θυμόταν, καθώς εκείνη είχε πεθάνει όταν ο ίδιος δεν ήταν καλά καλά δύο χρονών. Μερικές φορές ο πατέρας του τον αντιλαμβανόταν αμέσως, μερικές φορές τον καταλάβαινε πολλή ώρα αργότερα, αν κατά λάθος έκανε κάποιο θόρυβο –σπρώχνοντας καμιά καρέκλα, ας πούμε–, μερικές φορές δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, εξαρτιόταν από τη στάθμη του ποτού μέσα στο ποτήρι και από την απροσεξία του αγοριού. Τις φορές λοιπόν που ο άντρας ήταν βυθισμένος στα όνειρά του –ήταν σίγουρος ο μικρός ότι ο πατέρας του ονειρευόταν με ανοιχτά τα μάτια–, έστεκε κι εκείνος σε μια γωνιά, πίσω και πλάι από το μεγάλο, βουβό πιάνο, έστεκε ακίνητος και παρατηρούσε τη ζωγραφιά, το πορτρέτο, την κοιτούσε και προσπαθούσε, παρα- καλούσε –μάταια, όπως είχε αποδειχτεί– να ζωντανέψει τη μάνα του, να την κάνει να βγει από τη ζωγραφιά, να κατέβει από το τζάκι, να κατέβει και να απολογηθεί γιατί είχε φύγει, γιατί είχε παρατήσει τον μπαμπά του και τον ίδιο και τώρα ήταν πάντα λυπημένοι. Η μαμά του όμως παρέμενε ακίνητη μέσα στην κορ- νίζα, ακίνητη και ευχαριστημένη –κατά την άποψή του–, αφού συνέχιζε να έχει το ίδιο αχνό χαμόγελο, το χαμόγελο που λαμπύ- ριζε και στα πράσινα της μάτια και στις άκρες των χειλιών της, ενώ κανονικά θα έπρεπε να ήταν κι αυτή λυπημένη. Θύμωνε τότε το παιδί, θύμωνε και ήθελε να φωνάξει «Είσαι άσχημη! Είσαι άσχη- μη!», μια εικόνα είχε μπροστά του, από αυτή μόνο τη γνώριζε και σ’ αυτήν μπορούσε να μιλήσει μονάχα, ήθελε να της πει να μη χαίρεται, να μη χαμογελάει, γιατί ήταν άσχημη, πιο άσχημη μαμά δεν είχε ξαναδεί. Και μετά τον έπαιρναν και τον ίδιο κάτι βουβά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=