Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

22 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ άκουγε με το ένα αυτί τη μουσική, με το άλλο τις κουβέντες, έγλει- φε το κουταλάκι, αργομασούσε το γλυκό ή έπαιζε με τα υπολείμ- ματα της σοκολάτας στο φλιτζάνι του, κάνοντας σχέδια, γραμμού- λες και μικρά γράμματα, το δικό του, J, του πατέρα του, S, και της πεθαμένης μάνας του, Κ – ήταν τα πρώτα πρώτα γράμματα που είχε μάθει, κι ας μην πήγαινε ακόμη στο σχολείο. Και καθόταν έτσι ήσυχα και σοβαρά μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας του του κού- μπωνε το μαύρο παλτουδάκι, του φορούσε το καπέλο και του σκλά- βωνε; ασφάλιζε; πάλι το δεξί του χέρι μέσα στο δικό του. Τότε και οι άλλοι κύριοι, οι «συμπατριώτες», τον χάιδευαν λυπημένοι στο κεφάλι, πάνω στα κόκκινα μαλλιά, και του έλεγαν ψευτογελώντας «Good boy, good boy…» με κακή προφορά. Φτάνοντας στο σπίτι, ένα σπίτι μεγάλο, με πολλά δωμάτια και ακόμα περισσότερα έπιπλα, έτρεχε το παιδί στην αγκαλιά της Ελβίρας, που ήταν πάντα ανοιχτή γι’ αυτόν, και μύριζε το φαγητό της Κυριακής, συνήθως ροσμπίφ με πατάτες, μερικές φορές κοτό- πουλο τηγανητό, σπάνια αρνάκι στον φούρνο – ο πατέρας του έπρεπε να την παρακαλέσει πολύ για να του φτιάξει το φαΐ της πατρίδας του, η γυναίκα λυπόταν τα μικρά αρνάκια, έκλαιγε όσο το μαγείρευε. Πήγαινε μετά στο δωμάτιό του και άλλαζε ρούχα –δεν άντεχε το μαύρο κουστουμάκι με τη σφιχτή γραβάτα–, έβαζε τα «ρούχα του παιχνιδιού», όπως τα λέγανε με την νταντά του, και τρύπωνε κρυφά και όσο μπορούσε πιο αθόρυβα στο μεγάλο σαλόνι, εκεί όπου γνώριζε πολύ καλά πως θα ήταν και ο πατέρας του και όπου υπήρχαν όλοι εκείνοι οι μεγάλοι βελούδινοι καναπέδες, όπου κανείς δεν καθόταν πια, όλες εκείνες οι καρέκλες γύρω από ένα μακρύ τραπέζι, όπου κανείς δεν έτρωγε πια, και το θεόρατο κρυ- στάλλινο κηροπήγιο, που δεν άναβε, δεν έλαμπε, δεν φώτιζε πια. Τον έβρισκε να στέκεται όρθιος απέναντι από το μαρμάρινο, μονίμως σβησμένο τζάκι, με ένα ποτήρι στο χέρι, γεμάτο από ένα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=