Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)
21 Ο Ι Μ Ε Σ ΗΜ Β Ρ Ι Ν Ο Ι Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ : Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Χ Ω Ρ Α μετά άρχιζε τις ερωτήσεις: «Θέλεις κέικ βουτύρου; Μηλόπιτα; Κέικ σοκολάτας; Λεμονόπιτα ή κερασόπιτα;» Το παιδί, λεπτό και λιγόφαγο, εκείνες τις στιγμές είχε μια τε- ράστια λαιμαργία, που την εξαντλούσε στην πρώτη μικρή μπουκιά. Όμως στο μέρος αυτό με τις μυρωδιές και τις μουσικές, στο μέρος που ήταν αποκλειστικά για μεγάλους και σχεδόν αποκλειστικά για άντρες, εδώ ήθελε να τα φάει όλα, να τα δοκιμάσει όλα. Πα- ράγγελναν λοιπόν συνήθως τρία γλυκά, το ένα οπωσδήποτε κέικ με κομμάτια σοκολάτας και τα άλλα δύο ανάμεσα σε μηλόπιτα ή κερασόπιτα ή λεμονόπιτα ή ξεροψημένα μπισκοτάκια. Το μενού συμπληρωνόταν με παγωτό το καλοκαίρι, ένα παγωτό που προ- σφερόταν καμαρωτό καμαρωτό σε μεγάλο σκαλιστό μπολ και έπρεπε να καταναλωθεί γρήγορα, γιατί αμέσως ζεσταινόταν, άλ- λαζε σχήμα και έχανε κάθε μεγαλοπρέπεια. Ορμούσαν τότε με δύο κουτάλια συγχρόνως πατέρας και γιος, ορμούσαν να γλιτώσουν την αξιοπρέπεια του περήφανου παγωτού προτού λιώσει. Τότε, εκείνες τις στιγμές, τις στιγμές της συνενοχής και της συνεργα- σίας, έβλεπε το αγόρι τον πατέρα του να γελάει, να λάμπουν τα μάτια του, να ξαναγίνεται ένα μικρό, χαρούμενο αγόρι. Και λυπό- ταν που δεν ήταν πάντα καλοκαίρι, να παραγγέλνουν παγωτό και να γίνεται ευτυχισμένος ο μπαμπάς του. Όσο ο μικρός ρουφούσε τη σοκολάτα, δοκίμαζε το γλυκό ή έγλειφε απολαυστικά το παγωτό από το κουταλάκι, άκουγε τον μπαμπά του να συνομιλεί με διάφορους γνωστούς σε μια άλλη γλώσσα, τη μητρική του, τα ελληνικά. Ο μικρός δεν καταλάβαινε παρά μόνο λίγες λέξεις, ήταν περίεργοι οι ήχοι και η γλώσσα είχε μια γρηγοράδα, μια βιασύνη, όπως και αυτή που μιλούσε η Ελβίρα με τον άντρα της, αλλά δεν ήταν τραγουδιστή, όπως εκείνων, άσε που και ο ίδιος καταλάβαινε σχεδόν τέλεια τα ισπανικά. Καθόταν λοιπόν ήσυχα ήσυχα, χάζευε τι συνέβαινε γύρω του,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=