Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

20 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Τον έβλεπε να βγαίνει με το μέτωπο ζαρωμένο, ξεδίπλωνε το ύψος του μόλις περνούσε από την πορτούλα της άμαξας, στεκόταν στητός και κοιτούσε ένα γύρο – ήταν όμορφος ο μπαμπάς του, ψηλός, πιο ψηλός απ’ όλους τους μπαμπάδες που ήξερε, είχε όμορ- φα καστανόξανθα μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες στο πίσω μέρος, μάτια μεγάλα, με ένα περίεργο χρώμα, πιο πολύ γκρίζα παρά γαλάζια, και ένα ωραίο, λεπτό, περιποιημένο μουστάκι πά- νω από το όμορφο στόμα του με τα φαρδιά χείλη, που τώρα είχαν σχεδόν ξαναγίνει τόσο κόκκινα όσο πάντα. Μετά σκουντούσε, εξοικειωμένος –όταν δεν προλάβαινε να τους ανοίξει ο νέγρος με το παράξενο σακάκι, τη λιβρέα όπως του είχε πει ο πατέρας του–, τη στριφογυριστή γυάλινη πόρτα, που του φαινόταν βαριά, χίλια κιλά, και έριχνε πίσω του μια ματιά, μία μόνο, για να σιγουρευτεί ότι τον ακολουθούσε ο πατέρας του. Μόλις έμπαινε στο ζαχαροπλαστείο με τους δερμάτινους κα- ναπέδες, τους μεγάλους καθρέφτες, τους κρυστάλλινους πολυε- λαίους, τους σερβιτόρους με τα μαύρα σακάκια και τις μακριές ριγέ ποδιές, τον συνέπαιρναν οι μυρωδιές από τους αχνιστούς καφέδες, τις καυτές σοκολάτες και τις φρέσκες μηλόπιτες, τα αρώματα από τις πίπες και τα πούρα που κάπνιζαν σχεδόν όλοι οι άντρες, τον συνέπαιρναν οι ήχοι από τα βαριά πιρούνια που αντάμωναν βιαστικά τα κρυστάλλινα πιατάκια, από τα ποτήρια που ακουμπούσαν στα μαύρα ξύλινα τραπέζια ή τσούγκριζαν με άλλα στον αέρα και χαιρετούσαν με «Cheers!» και «Santé!», τον συνέπαιρναν και τα λόγια, οι κουβέντες, οι συζητήσεις καθώς πλανιόνταν μαζί με τους ήχους μιας τρομπέτας που έπαιζε διακρι- τικά σε μια γωνία ένας άντρας, κι αυτός μαύρος. Παράγγελναν ζεστή σοκολάτα με κρέμα για τον ίδιο, καφέ για τον πατέρα, και ύστερα εκείνος άνοιγε ένα τεράστιο χαρτί –«κα- τάλογο» το λέγανε–, το διάβαζε σκεφτικός για αρκετή ώρα και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=