Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

19 Ο Ι Μ Ε Σ ΗΜ Β Ρ Ι Ν Ο Ι Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ : Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Χ Ω Ρ Α πάλι κόκκινα τα χείλη του, θα γέμιζε το βλέμμα του, θα έλαμπε πάλι όσες φορές κοιτούσε τον γιο του, μπορεί και να χαμογελούσε. Αυτό σπάνια συνέβαινε μέσα στην άμαξα. Συνήθως του χαμο- γελούσε αργότερα, την ώρα που έπινε καφέ, που έτρωγαν το γλυκό τους, εκτός κι αν το παιδί σκαρφιζόταν κάτι χαριτωμένο, κάτι έξυ- πνο και το ξεφούρνιζε. Δεν μπορούσε όμως πάντα να το κάνει, γιατί και η δική του η καρδιά ήταν παγωμένη, όπως οι κίτρινες καρδούλες στα λουλουδάκια όταν χιόνιζε, παγωμένη και σφιγμένη, και δεν μπορούσε κάθε φορά να σκεφτεί κάτι έξυπνο, όλο χαζά τού έρχονταν στο μυαλό, τα άκουγε ο πατέρας του, δεν τον μάλωνε, ποτέ δεν του είπε «Μη λες ανοησίες», τα άκουγε με προσοχή, και μετά έστρεφε το βλέμμα έξω από το παράθυρο και κοιτούσε το τοπίο, ίσως χύνοντας το στερνό –για εκείνο το πρωινό– δάκρυ. Σκεπασμένος με το καρό κουβερτάκι –σχεδόν πάντα είχε κρύο–, άκουγε τον πατέρα του με άχρωμη φωνή να λέει στον αμαξά –που σχεδόν πάντα ήταν νέγρος– το όνομα και τη διεύθυνση του ζαχα- ροπλαστείου όπου πήγαιναν πάντα μετά το νεκροταφείο, κάθε Κυριακή πρωί, ανεξάρτητα από την εποχή, από τότε που το παι- δί θυμόταν τον εαυτό του. Διέσχιζαν για πολλή ώρα τη μεγάλη λεωφόρο που πήγαινε παράλληλα με το αγριεμένο ποτάμι, ύστερα έστριβαν αριστερά, πιο αριστερά τους ήταν το μεγάλο πάρκο, κι εκεί απέναντι, στη γωνία, βρισκόταν ο τόπος της χαράς, η αποζημίωση του μικρού για το πρωινό ξύπνημα, το σφίξιμο στην καρδιά, το μουδιασμένο δεξί χέρι, το μπερδεμένο από πουλιά, φύλλα, κλαδιά και ζουζούνια μυαλουδάκι. Πηδούσε τότε χαρούμενος από την άμαξα –μόλις προ ολίγου είχε ελευθερωθεί το χέρι του–, πηδούσε και αισθανόταν τόσο ανάλαφρος που πίστευε πως ήταν διαφανής, στεκόταν στο στρωμένο με γκρίζες πλάκες –ίδιες μ’ εκείνες του νεκροταφείου– πεζοδρόμιο και περίμενε να κατέβει και ο μπαμπάς του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=