Άγνωστη χώρα (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

18 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ τούσε ακίνητα και δεν έπεφταν, δεν κυλούσαν στα μάγουλα – όπως τα δικά του δάκρυα, ας πούμε. Ο μπαμπάς του έκλαιγε, και το παιδί δεν ήξερε κανέναν άλλο πατέρα που να το έκανε αυτό. Ύστερα, αφού είχε παρατηρήσει για κάμποσο τον ουρανό, αφού είχε κυνηγήσει με το βλέμμα όλα τα βιαστικά σύννεφα, αφού είχε κάνει προσπάθειες να μετρήσει τα φύλλα, τα κλαδιά, τα ανήσυχα πουλιά, τα περίεργα ζουζούνια, ο πατέρας του σήκωνε επιτέλους το κεφάλι, τον κοίταζε με μάτια που έμοιαζαν να μην τον αναγνω- ρίζουν, κουνούσε τα χείλη του με το ζόρι, πέφταν τα γράμματα από μέσα βγάζοντας λυγμούς και σχημάτιζαν δύο φράσεις: «Πάμε, αγόρι μου. Πες αντίο στη μαμά». Τις άρπαζε τότε το παιδί τις λέξεις, τις έχωνε βιαστικά στα αυτιά του, μην και τολμήσει κανείς να του τις πάρει πίσω, όχι ο πατέρας του, αυτός ποτέ δεν του έλεγε ψέματα, μην του τις πάρει κανένας άλλος, κανένας κακός, και αναγκαστεί να μείνει κι άλλη ώρα μπροστά σ’ αυτή την πέτρα, σ’ αυτό το νεκροταφείο, έλεγε «Γεια σου, μανούλα» βιαστικά και τραβούσε απαλά τον μπαμπά του απ’ το χέρι. Έπειτα επέστρεφαν αργά αργά στην άμαξα, η ίδια μακρινή απόσταση, τα ίδια πενήντα δύο βήματα, μια στάλα δρόμος αργό- τερα, τους άνοιγε ο ξυλιασμένος από το κρύο ή ιδρωμένος από τη ζέστη –ανάλογα την εποχή– αμαξάς την πόρτα, πηδούσε το παι- δί μέσα, κάνοντας την άμαξα να τραντάζεται, κι ας ήταν μικρό το βάρος του, κι ας ήταν μια πιθαμή το μπόι του, η άμαξα κουνιόταν από τη χαρά και την ανακούφισή του, που ήταν τεράστιες. Ανέ- βαινε μετά και ο μπαμπάς του –ακόμη απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια–, καθόταν δίπλα του σαν κοκαλωμένος, πρόσωπο, σώ- μα, ρούχα, όλα κοκαλωμένα, ούτε το χέρι του δεν μπορούσε να τραβήξει μέσα από τη χούφτα του το παιδί, που περίμενε καρτε- ρικά, έπειτα από τόσο καιρό ήξερε πια ότι σε λίγο ο μπαμπάς θα χαλάρωνε, θα ξέσφιγγε το χέρι και το πρόσωπό του, θα γίνονταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=