Αγνοούμενη μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Α Γ Ν Ο Ο Υ Μ Ε Ν Η Μ Ε Χ Ρ Ι Α Π Ο Δ Ε Ι Ξ Ε Ω Σ Τ Ο Υ Ε Ν Α Ν Τ Ι Ο Υ 11 κετ!»–, σαρκαστικά, υποθέτει η Μανόν, σχολιάζοντας το πόσο συχνά βρίσκονται πεταμένα στα ποτάμια. Πρέπει να δώσει προ- σοχή, δεν γίνεται. «Χριστούγεννα σε μια βδομάδα» του λέει. «Πώς θα τα περά- σεις;» Δείχνει ενοχλημένος που τον απέσπασε από τον χείμαρρο του λογυδρίου του. «Έχω έναν αδελφό στο Νόργουιτς» λέει. «Θα πάω εκεί. Έχει και παιδιά». Το λέει με μισή καρδιά, και μόνο γι’ αυτό, έστω, η Μανόν αρχίζει να τον συμπαθεί. «Δεν είναι εύκολα τα Χριστούγεννα. Για όσους είναι μόνοι, εννοώ». «Εγώ κι ο Κολ περνάμε μια χαρά έτσι και ξεκινήσουμε τις μπίρες. Κάνουμε γερό ντουέτο οι δυο μας». Ίσως τον λένε Τέρι, σκέφτεται η Μανόν, λυπημένα. Πολύ αργά πια για να τον ρωτήσει. «Να ζητήσουμε τον λογαριασμό;» Δεν τη ρώτησε για το όνομά της –οι περισσότεροι τη ρωτάνε («Μανόν, περίεργο όνομα. Ουαλέζικο είναι;»)–, αλλά από μία άποψη και η λογοδιάρροιά του είναι μια κάποια ανακούφιση. Ο σερβιτόρος φέρνει τον λογαριασμό και το χαρτάκι μένει κουλουριασμένο δίπλα σε δύο καραμέλες μέντας πάνω σε ένα μικρό άσπρο πιάτο. «Μισά μισά;» λέει η Μανόν πετώντας την πιστωτική κάρτα της στο πιατελάκι. Αυτός πιπιλίζει τη μια καραμέλα, μελετάει τον λογαριασμό. «Για να είμαστε δίκαιοι» λέει «εγώ δεν ήπια κρασί. Ορίστε». Της δείχνει τις δύο παραγγελίες που ήταν αποκλειστικά δικές της – μια καράφα κόκκινο κρασί και μια σαλάτα. «Ναι, βέβαια, εντάξει» λέει η Μανόν, κι αυτός βγάζει αμέσως το κινητό του και αρχίζει να κάνει τη σούμα. Τα τζάμια είναι θολά από υδρατμούς και η Μανόν χαζεύει τα θαμπά φωτοστέ- φανα των γιορτινών φώτων του Χάντινγκτον. Θα είναι κρύος ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=