Το αδιανόητο τοπίο
ΤΟ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ ΤΟΠΙΟ 17 άνδρες χειμώνα καιρό με ψιλόβροχο, τις απρόσωπες τζα μαρίες, θαμπές από τα χνότα και τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα, την εισαγγελική καθαρεύουσα στις παλιές ραδιο φωνικές συσκευές, την επιστροφή του μετανάστη, τα υπο τυπώδη ακόμη κτίσματα, τα παγωμένα καθιστικά, το πλέγμα της θαλπωρής, της κρυφής γωνιάς, του ιδανικού καταφύγιου για το αδικαίωτο συναίσθημα που ορίζει το πρόσωπο της σκοτεινής και πεινασμένης Ελλάδας μετά τον πόλεμο. Το άρρυθμο βουητό του χρόνου που κάνει τη ζωή δυ σβάστακτη, ο απωθημένος έρωτας, η παρόρμηση της εξέ γερσης που γίνεται εσωστρεφής. Ήταν η εποχή που διάβαζε Καρυωτάκη, φοιτητής στην Αθήνα, στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Παρθένη. Γόνος εύπορου εμπόρου πήρε ό,τι μπορούσε να προσφέρει η αστική παιδεία της εποχής. Έμαθε γαλλικά από μικρός, άκουσε μουσική, κυρίως Γερμανούς ρομαντι κούς. Προοριζόταν για γιατρός, όμως δεν άντεξε. Οι γονείς του –κυρίως ο μειλίχιος, συμφιλιωμένος με τη ζωή του, πατέρας του– τον βοήθησαν να μεταπηδήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. «Ήταν ένας νέος άνδρας που ενδεχομένως να έδινε την εντύπωσιν ασθενικού χαρακτήρος ή κράσεως. Η εντύπωσις αυτή μάλλον ωφείλετο στην συστολήν του. Προτιμούσε να θαυμάζη τις τρυφερές υπάρξεις του περιβάλλοντός του
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=