Αδελφικό
ΑΔΕΛΦΙΚΟ 17 ρών. Ήταν ένα ζεστό φθινοπωρινό απομεσήμερο, δεν κατα- λάβαινες όμως ζέστη γιατί φυσούσε μανιασμένα απ’ το προηγούμενο βράδυ. Τον είχα συναντήσει τυχαία στη Ναυ- αρίνου. Είχαμε καθίσει στο Αστόρια, με δυο τρικυμισμένες λεμονάδες ανάμεσά μας πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι, οι τρίχες στον σβέρκο μου είχαν σηκωθεί, η πελώρια λευκή ομπρέλα από πάνω μας τρανταζόταν, ξύλινες μπαλκονό- πορτες στις πολυκατοικίες ολόγυρα έκλειναν με πάταγο, πανάλαφρα ποτιστήρια και άλλα πλαστικά αντικείμενα πηγαινοέρχονταν χτυπώντας στα στενά μπαλκόνια, ο Ντα- γιαντάς χλωμός, κουρασμένος, εγώ τον άκουσα προσεκτικά μα γέλασα δύσπιστα, εκείνος έσφιξε τα χείλια, σηκώθηκε λίγο φουρκισμένος, άφησε χρήματα και για τις δύο λεμο- νάδες, κι έφυγε, τον είδα να απομακρύνεται προς την πλα- τεία Ιπποδρομίου, με τον αέρα να ανασηκώνει τα λιγοστά του μαλλιά δεξιά κι αριστερά από το γυμνό του κεφάλι, με τον αέρα του ανθρώπου που αφήνει πίσω κάτι που δεν θα χαθεί όταν εκείνος θα έχει στρίψει τη γωνία. Γύρισα σπίτι με το πάσο μου, χασομέρησα διαβάζοντας Σινεμά, κλωθογύ- ριζα στο μυαλό μου όσα μου είχε πει, ενώ περίμενα να σου- ρουπώσει για να πάωσε καμιά ταινία. Δεν άρεσαν μόνο στον Δημήτρη τα σκοτάδια των κινηματογράφων. Δίπλωσα την εφημερίδα, την έβαλαπαραμάσχαλακαθώς έβγαινα από το κυλικείο και αναρωτήθηκα αν μπορεί να
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=