Αδελφικό

14 ΒΑΣΙΑ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ της ομήγυρής του, προστατευόμενος του ποιητήΑπόστολου Νταγιαντά. Θυμήθηκα τα μάτια του, το απόκοσμο μπλε χρώ- μα, τους μαύρους κύκλους, τη λεπτή του μύτη, το σουβλε- ρό πιγούνι, το έντονο καρύδι στον λαιμό. Τρεις φορές είχε έρθει όλες κι όλες που έτυχε να είμαι κι εγώ, κρυμμένος πίσω από τα Αστερίξ μου. Την πρώτη, με ρώτησε αν μου αρέ- σουν τα κόμιξ – «χαζή ερώτηση» είχα απαντήσει δείχνοντας το περιοδικό μου με το βλέμμα. Τη δεύτερη, μου έφερε τον Θησέα του Τσιφόρου. Μου μιλούσε σαν να ήμουν ήδη μεγά- λος, δεν με ρώτησε ποτέ τι τάξη πήγαινα ούτε αν μου άρεσε το σχολείο – τον είχα συγχωρέσει λοιπόν για εκείνη την πρώτη του αστοχία. Τη μέρα που μου έφερε τον Θησέα , μι- λήσαμε αρκετά. Μου αφηγήθηκε ιστορίες για το χωριό του, μου είπε πως στα δέντρα έρχονταν μόνο οι σκιές των πουλιών να καθίσουν , οι γάτες ανέβαιναν και κοιμούνταν στα κλαδιά, να κάνουν παρέα στις μάνες-πουλιά όταν έφευγαν τα παιδιά τους, και τις νύχτες τα σπίτια ξυπνούσαν κι έπιαναν κου- βέντα μεταξύ τους. «Τι; Δεν με πιστεύεις; Αλήθεια σου λέω, είναι παράξενο το χωριό μου» είχε πει όταν με είδε να τον κοιτάζωκαχύποπτα. Κι ύστερα, για να μην τον περάσωμάλ- λον για σαλεμένο, άλλαξε συζήτηση, με ρώτησε τι μουσική μού άρεσε, κι εγώ του αράδιασα καμιά δεκαριά μέταλ συ- γκροτήματα. Την τρίτη και τελευταία φορά που τον είδα μου έφερε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=