Αδέλφια
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ 16 που πωλούσε χονδρική στα μικρομάγαζα. Μια άλλη εικό- να του είναι να τρέχει με τον δίσκο στο χέρι, καλοκαίρι βράδυ, όταν τα δεκάδες τραπέζια στον προαύλιο χώρο ήταν γεμάτα κόσμο, και να ιδροκοπάει για να προλάβει τις παραγγελίες. Θυμάμαι και τους δύο βοηθούς του. Στην ταβέρνα τον Μελέτη, έναν αργοκίνητο και μέθυσο, σκέφτομαι σήμερα, γεράκο, που μπορεί να μην ήταν και τόσο γέρος αφού τα μαλλιά του δεν είχαν δα ασπρίσει, και στο καφενείο τον Τζίμη, έναν νεαρό τότε πρώτο ξάδελφο της μητέρας μου, τον μικρό θείο, όπως τον λέγαμε, με τα επίμονα σπυράκια της ακμής και τα πλούσια σπαστά μαλλιά, τα γεμάτα μπριγιαντίνη. Η ταβέρνα έπαψε να λειτουργεί, επειδή ήταν μικρή και ασύμφορη, τη χρονιά που εγώ άρχισα να πηγαίνω σχολείο. Σταμάτησε κι ο γεράκος να εργάζεται, αλλά εξακολου- θούσε να έρχεται τα βράδια και να τα πίνει, κατ’ ιδίαν, στην κλειστή πια ταβέρνα, παρέα με έναν ή δύο ακόμα πιστούς της. Εξάλλου μερικά μαγειρέματα συνεχίζονταν, για να παρασκευάζονται οι ουζομεζέδες που πρόσφερε το καφενείο, κι ο Μελέτης μια στο τόσο σηκωνόταν από το τραπέζι κι έδινε ένα χέρι στην κουζίνα. Την ώρα της με- γάλης φούριας, όταν τύχαινε κάποιο από τα μικροταβερ- νεία της περιοχής να ξεμείνει από κρασί, βοηθούσε και στην πώληση της ρετσίνας, γιατί κάνα δυο φορές τον είχα δει να αγκομαχάει με την νταμιζάνα αγκαλιά στη σκάλα του υπογείου. Το πιο πολύ τον έβλεπα να παραπατάει στη
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=