Αδέλφια
ΑΔΕΛΦΙΑ 13 πρόφερα τις ευχές που με είχαν ορμηνέψει και, με το πιάτο στο ξυλιασμένο χέρι, υπέμεινα τα φιλιά της. Ρώτησα πού είναι «ο παππούς ο Χρίστος» –έτσι τον έλεγα– και μου έδειξε την κλειστή πόρτα που οδηγούσε στη σάλα. Άνοιξα και τον είδα καθισμένο στην κεφαλή του τραπεζιού και ντυμένο για άλλη μια φορά, για προτελευ- ταία φορά, με τα καλά του: καινούργια παπούτσια, κο- στούμι, κάτασπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα. Ο παππούς ο Χρίστος δεν με φιλούσε, μου χάιδευε το κοντοκουρεμένο κεφάλι. Εγώ του φιλούσα το χέρι… «Αχ, μωρέ» έλεγε με παράπονο στη μάνα μου «τόσο πολύ που μου μοιάζει αυτό το παιδί, γιατί δεν μου το βγάλατε Χρί- στο;». Η μόνη ομοιότητα που μπορούσα να διακρίνω εγώ τό- τε ήταν τα στραβά κανιά και των δυο μας. Παιδικές φω- τογραφίες του δεν υπήρχαν για να κάνω τη σύγκριση και έπρεπε να ενηλικιωθώ για να διαπιστώσω ότι μοιάζαμε. Στο μεταξύ μου αρκούσαν οι μαρτυρίες των συγγενών αλλά κι ο μποναμάς. Γιατί το χαρτονόμισμα που μου ’βα- ζε στην τσέπη, σαν έφευγα, ήταν σημάδι αγάπης ανθρώπου που μεροληπτούσε. Το πιάτο ξαναγύριζε στο σπίτι μας γεμάτο με τις δίπλες που μόνον η γιαγιά ήξερε να φτιάχνει. Τέτοιες δίπλες δεν ξαναφάγαμε. Τον Φεβρουάριο του ’57 ο παππούς χειρουρ- γήθηκε για προστάτη. Πέθανε πέντε μέρες αργότερα κι η γιαγιά, που μετακόμισε στην άλλη κόρη της, έπαψε να τις φτιάχνει.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=