Αδέλφια
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ 22 θερο να πηγαίνει στη θάλασσα για μπάνιο, τουλάχιστον τις καθημερινές, τις ώρες που το καφενείο άδειαζε και δεν ήταν απαραίτητη η συνδρομή του, είχε. Πήγαινε όμως σε μια άλλη παραλία, στα Βραχάκια, όπου για να φτάσεις ανέβαινες και κατέβαινες έναν λόφο ο οποίος έμοιαζε τό- τε με βουνό, κι εγώ, που περιοριζόμουνα στην ακτή μπρο- στά στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, δεν τον έβλεπα. Τον έβλεπα πολύ λίγο το μεσημέρι, που γύριζε αναψοκοκ- κινισμένος από τον ήλιο και τη θάλασσα, με τα μελιά μαλλιά του γεμάτα αλάτια, που έτρωγε στα όρθια γιατί είχε αργήσει κι έπρεπε να τρέξει στο μαγαζί να σκαντζά- ρει τον πατέρα μας. Τον έβλεπα και το βράδυ καμιά φορά, που μ’ έπαιρνε μαζί της η μάνα μας και με κάθιζε σ’ ένα τραπεζάκι άκρη άκρη, μπροστά στον κεντρικό δρόμο, για να κοιτάζουμε τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν και να κάνουμε, όπως έλεγε, παρέα. Επάνω του είχα τα μάτια μου –στις δύο πόρτες απ’ όπου περίμενα ότι θα εμφανιζόταν με τον φορτωμένο δίσκο–, ελπίζοντας, μάταια, να συναντήσω τα δικά του. Αλλά κι όταν κόπαζε η δουλειά, στο δικό μας τραπέζι ούτε που πλησίαζε. Πήγαινε και καθόταν στην, αθέατη σ’ εμάς, πλευρά της γωνιακής αυλής, στη μεριά του παρά- δρομου με την πιάτσα των ταξί, κι άκουγε τις κουβέντες που έκαναν οι ταξιτζήδες μεταξύ τους. Κι ένα βράδυ εξα- φανίστηκε στο βάθος του παράδρομου και στα σκοτάδια. Έτσι είπαν οι ταξιτζήδες, όταν βγήκε από το μαγαζί ο πατέρας κι άρχισε να τον αναζητάει, ότι τον είχαν δει να
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=