Αδέλφια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ 20 λουθήσω στο μαγαζί, χάριν της παρέας που θα κάναμε και υποσχόμενος «πολύ παιχνίδι», καταχάρηκα. Για τις πρωινές ώρες της αναδουλειάς με ήθελε, όπως γρήγορα εννόησα, που και για τον ίδιο δεν περνούσαν με τίποτα. Αλλά ακόμα κι αυτό, το να αποζητάει δηλαδή τη συντροφιά μου επειδή δεν μπορούσε να συναντιέται με τους φίλους του, για μένα ήταν κάτι, ενώ κι η χαρά που πήρα από ένα καινούργιο παιχνίδι του δεν ήταν καθόλου λίγη. Το αιωνόβιο πεύκο, που του προμήθευσε το υλικό για το παιχνίδι, υψωνόταν στο πίσω μέρος του καφενείου. Το καλοκαίρι, με τις μεγάλες ζέστες, κάτω από τη σκιά του έβρισκαν καταφύγιο, κι ας πατούσαν σε χώμα κι όχι στο πλακόστρωτο, αρκετοί πελάτες. Όμως εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, με το ψιλόβροχο, σ’ ένα από τα τραπεζάκια κάτω από το πεύκο καθόμασταν μόνον εμείς οι δύο, κι ο Θανάσης, που είχε αποσπάσει ένα κομμάτι φλούδας από τον κορμό του, έγλυφε με τον σουγιά και μεταμόρφωνε τη φλούδα σε βάρκα. Από μια δεύτερη φλούδα, ξύνοντας γρήγορα κι αφαιρώντας λεπτές σαν ροκανίδια φλοίδες, έβγαλε ύστερα βαπόρι. Η βάρκα είχε πάγκο για να κάθονται οι κωπηλάτες και το βαπόρι φουγάρα, κι όσο περισσότερο το περιεργαζό- μουνα, μυτερή την πλώρη, στρογγυλεμένο το τελείωμα της πρύμνης κι ολόισια καρίνα. Ήθελε ρώτημα αν μ’ άρεσαν; «Πάρ’ τα για δικά σου», κάτι τέτοιο είπε και μου τα χά- ρισε. Μου παραχώρησε ύστερα τον σουγιά –γιατί τον ζή-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=