Αδέλφια
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ 18 –ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου ο Θανάσης– κι οι επιδόσεις του ήταν σπουδαίες. Αρκεί να έβλεπες τα δε- κάρια με τα θαυμαστικά στα τετράδιά του της αριθμητικής, κι ακόμα καλύτερα να έβλεπες τις καλλιγραφημένες εκ- θέσεις του με τα λιγνά, στεγνά γράμματα και τις στοιχι- σμένες αράδες, χωρίς μουτζαλιές και σβησίματα, χωρίς τα διορθωμένα με κόκκινο μολύβι δικά μου λάθη, για να καταλάβεις. Ο πατέρας μας, που άκουγε από τον δάσκα- λο κι από τους άλλους γονιούς στη γειτονιά ότι ο Θανάσης «θα πάει μπροστά», φούσκωνε από περηφάνια. Πίστευε στην πρόοδο, στα γράμματα και στη σκληρή δουλειά, και χαιρόταν για το παιδί του. Όμως τα παιχνίδια στα οποία με είχε μάθει ο αδελφός μου, τα συνηθισμένα που έπαιζαν τα παιδιά της εποχής και της ηλικίας μας, αλλά που με εμάς τους δυο για παί- κτες, στην αυλή του σπιτιού, εξελίσσονταν βίαια, με μώ- λωπες και γδαρσίματα στα πόδια, στα χέρια και στο κορ- μί μου, είχαν πάρει τέλος. Η άλλη όψη του Θανάση, του μεγαλύτερου αδελφού που προστάτευε τον μικρότερο στη διάρκεια των πολέμων που ξεσπούσαν ανάμεσα στις συμ- μορίες, παραέξω και παραπέρα, στους χωματόδρομους και στις αλάνες της περιοχής, μου είχε επίσης λείψει. Τον έβλεπα για λίγο, αν δεν είχα εν τω μεταξύ αποκοι- μηθεί, όταν γύριζε με τον πατέρα από το μαγαζί το βράδυ. Τον παρακολουθούσα που έτρωγε μαζί του στο τραπέζι κι ύστερα, σαν ξαπλώναμε κι έσβηναν τα φώτα, άκουγα την αναπνοή του από το απέναντι κρεβάτι.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=