Οι αδερφές Ραζή

ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ ΡΑΖΗ 17 – Ποιος θα ψάξει τ’ αχαμνά ενός φτωχού πρόσφυγα; – Ώστε έγινες κιόλας πρόσφυγας. Και πώς θα σε λένε; – Βρες μου εσύ ένα όνομα ελληνικό, εύκολο. – Είχα έναν ξάδερφο Ζαχαρία. Ζάχο τον φωνάζαμε. Πέθανε από ευλογιά στα δέκα του χρόνια. Έτσι μπάρκαραν «θείος» κι «ανιψιός» για κείνον τον διά- πλου της απόγνωσης από τη μια όχθη στην άλλη. Ο Ζάχος-Νε- ντίμ μελαψός, με γλυκά καστανά μάτια, λιγνός, ένα κολυμπη- θρόξυλο, με δύναμη όμως, αντοχή, προθυμία, όρεξη για μάθηση. Ο Μιχαλάκης μελαχρινός επίσης, με τονισμένα ανατολίτικα ζυγωματικά και φλογερά μαύρα μάτια, μεσαίο μπόι, ίσα που ζύγιζε εξήντα, εξήντα πέντε κιλά. Αν στεκόσουν στα χρώματα και στο σουλούπι, εύκολα τους περνούσες για συγγενείς. Και τώρα ο Νεντίμ βλέπει ό,τι δεν βλέπουν οι άλλοι και δεν ξέρει πώς να προστατέψει την κυρά του. Ευτυχώς το κακό, όποιο κι αν είναι το όνομά του, για την ώρα κάνει μεγάλες στάσεις, επιτρέποντας στην παθούσα αλλά και στον Μιχαλάκη, γλεντζέ και χωρατατζή, να ζουν, εν μέρει έστω, με τον ευχάρι- στο τρόπο που είχαν συνηθίσει κατά τα πρώτα έξι εφτά χρόνια του γάμου τους, όταν το μαγαζί άρχισε πλέον να δουλεύει «από μόνο του», όπως λέγεται. Στα πρώτα συμπτώματα ο Μιχαλάκης φρόντισε τη γυναίκα του με στοργή. Της μαγείρευε με τη σειρά του τα αγαπημένα τους φαγάκια, τη βοηθούσε να λουστεί τις περιόδους που η καινούργια και άγνωστη αυτή αρρώστια έπαιρνε να θεριεύει. Έχανε τότε την όρεξή της. Αδυνάτιζε. Αντοχές και δεξιότητες έπαιρναν την κατηφόρα. Λες και της κρέμαγαν βαρίδια στα χέρια. Στο μαγαζί δεν μπορούσε να της εμπιστευτεί ούτε ένα πακέτο με σοκολατάκια! Ο φιόγκος αντί να στέκει ντούρος,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=