Οι αδερφές Ραζή

16 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ – Τι φταίω, καλέ μου; Εγώ τα κρατάω σφιχτά κι εκείνα γλιστράνε μέσ’ απ’ τα χέρια μου, αποκρινόταν εκείνη με αμή- χανο χαμόγελο. Ούτε τότε πήγε ο νους τους στη συμφορά, ούτε όταν η Χα- ρίκλεια άρχισε να περπατάει γρήγορα, ολοένα και πιο γρήγορα. Λες και την έσπρωχναν σπιλιάδες και ανεμοσυρμές. Έκανε μικρά γοργόφτερα βηματάκια, στις κατηφόρες τρόμαζε να στα- ματήσει, τις ανηφοριές τις έπαιρνε σαν κατσίκι. Ο Νεντίμ την παρακολουθούσε με βλέμμα άγρυπνο και σφιγμένα χείλη. Ο πιστός, παράνομος Νεντίμ. Το τουρκόπουλο που περιμάζεψε ο Μιχαλάκης από τους φτωχομαχαλάδες της Πόλης και το ’πλασε με στοργή και επιμονή βοηθό ζαχαροπλάστη. Κι όταν ήρθε η ώρα να σοδιάσει τα κόπια του και να πάρει τον δρόμο για τη νέα πατρίδα, ο Νεντίμ αρνήθηκε να μείνει πίσω. – Εσύ είσαι η οικογένειά μου, patron 3 , μάνα και πατέρας μου. Τόσοι και τόσοι έλεγαν τότε πως κάηκαν ή χάθηκαν τα χαρτιά τους μες στην αναμπουμπούλα, άλλοι αλήθεια, άλλοι ψέματα, ένας παραπάνω κι ο Νεντίμ. Τον δήλωσε ο Μιχαλάκης ανιψιό. – Μόνο, μπρε Νεντίμ, αν σε ψάξουν, θα το καταλάβουν. – Ποιος να με ψάξει, αφεντικό; – Ξέρω γω… Κρυφογελάει ο Μιχαλάκης. – Και τι θα καταλάβουν; – Ε… δεν έχεις κάνει σουνέτι 4 ; Κατακόκκινος ο Νεντίμ τραβάει το βλέμμα. – Σκέφτομαι μήπως πρέπει να σε ράψουμε. Φέρνει με ορμή το παλικαράκι τα χέρια μπροστά στην απει- λούμενη περιοχή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=