Οι αδερφές Ραζή

ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ ΡΑΖΗ 15 – Τι λόγια είν’ ετούτα, μπρε! Στάσου! Τι τρέχεις έτσι; Τρέ- χεις για να φύγεις, τρέχεις και για να ’ρθεις. Λογαριασμό δε βρίσκω μαζί σου. Και ο Μιχαλάκης μένει μερικά βήματα πίσω για να την καμαρώσει έτσι όπως τρέχει αλαφροπάτητη σαν ελαφίνα. Λε- πτή μέση, γερές, καλοχυμένες γάμπες, και με το γαλάζιο φο- ρεματάκι της ν’ ανεμίζει γύρω από τ’ ασυγκράτητα γόνατα μοιάζει έτοιμη ν’ απογειωθεί, να πετάξει για τα καλά μακριά του. Ναι, η Χαρίκλεια ρίχνεται παράφορα μπροστά ενώ τρέχει προς τα πίσω, μακριά από το εδώ, το τώρα, το ζαχαροπλαστείο, τον άντρα της, τους πολύβοους δρόμους, την πλατεία με τους θαμώνες της, τα μαγαζιά… Τρέχει προς το παιδί που κολλούσε τη μυτούλα του στο τζάμι και ταξίδευε μαζί με τα καράβια. Χρόνια τώρα αυτό το παιδί δεν λέει να μεγαλώσει. Μαύρα μάτια, λευκή επιδερμίδα, μαύρα μαλλιά και με αυτό το νηφά- λιο πάθος, την αδιόρατη λύπη, τη δραματική αύρα που την τυλίγει εύκολα την περνάς για εβραιοπούλα. Δεν πέφτεις μα- κριά. Προσφυγάκι είναι. Και είναι Ελληνάκι. Χρόνια τώρα η Χαρίκλεια περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της σαν τη γη, συνεχώς. Χρόνια τώρα τρέχει εντός της χωρίς ποτέ να φτάνει σ’ εκείνο που λαχταρά. Την ίδια στιγμή καλοπιάνει τον Μιχα- λάκη της, σερβίρει τους πελάτες στο ζαχαροπλαστείο, συγυρί- ζει το σπίτι τους, μαγειρεύει τα αγαπημένα τους φαγάκια, αυτά που έχουν μάθει απ’ την Πόλη και τα γνωρίζουν και τα πεθυμούν, επισκέπτεται τη μεγάλη αδερφή… Όλα τα προλα- βαίνει με μια ανάσα, που λένε. Αυτά πριν χτυπήσει το κακό. – Αμάν, μπρε κορίτσι μου, δε θ’ αφήσεις πιάτο για πιάτο, ποτήρι για ποτήρι γερό, απορεί ο Μιχαλάκης.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=