Οι αδερφές Ραζή

14 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ το γραφείο του πατέρα. Από κείνο το παράθυρο έβλεπες τον Βόσπορο καρφί. Το αγαπούσε πολύ η Χαρίκλεια, φαίνεται κι ο πατέρας, γιατί τον ελάχιστο χρόνο που ξέκλεβε απ’ τα βαριά του καθήκοντα τραβούσε την καρέκλα απ’ το γραφείο και την έστηνε μπροστά στο παραθυράκι. Τότε, η μικρότερη θυγατέρα, η πιο χαδιάρα και η πιο πονεμένη, αφού μάνα δεν γνώρισε, καθώς χάθηκε φέρνοντάς τη στον κόσμο, η μικρή λοιπόν, λες και του είχε στήσει καρτέρι, έδινε μια και τσουπ! προσγειωνόταν στα γόνατά του. Μετρημένες στιγμές, ακριβές. Παιδάκι ακόμη η Χαρίκλεια την ένιωθε την ομορφιά. Κι έτσι όπως άφηνε το βλέμμα να ταξιδέψει στα γνώριμα νερά, στα ψαροκάικα, στα πανάκια και στα ατμόπλοια που άλλα ανεβαίνουν κι άλλα κα- τεβαίνουν τα Στενά, χαράζοντας στο κυανό, όπως με κιμωλία πάνω σε πίνακα, πατητές ολόλευκες γραμμές –στο βάθος η ακτή όπου ήταν κάποτε χτισμένα τα παλάτια–, ένιωθε την καρδιά της ν’ ανοίγει, να πλαταίνει, να χωράει τον κόσμο ολόκληρο. Σίγουρα κάτι σπουδαίο την περιμένει εκεί έξω! Ο Μιχαλάκης την πιάνει τρυφερά από τον ώμο και με γλυ- κύτητα προσπαθεί να τη φέρει πίσω. Με γλυκύτητα γιατί δεν ξέρει τι σκαρφίζεται στο μυαλουδάκι της, καρφωμένη εκεί στην ακροθαλασσιά ν’ αγναντεύει το γαλάζιο. – Έλα, σεβγκιλίμ 1 , έλα, ομορφιά μου, φτάνει πια. – Έρχομαι, τώρα… Λαχανιασμένος προβάλλει και ο Νεντίμ. – Μπέη μου, χανιμεφέντι 2 … Πολύς κόσμος στο μαγαζί, δεν προλαβαίνω μόνος. – Είδες, καλή μου; Το μαγαζί μας, το βιος μας… – Έρχομαι, τι νόμιζες, Μιχαλάκη μου, πως θα πέσω στη θάλασσα να πνιγώ;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=