Οι αδερφές Ραζή

1 Σιωπηλά πάθη Κι εκεί που καθόταν φρόνιμα πίσω απο τη βιτρίνα , με το ανοι- χτογάλαζο φορεματάκι της, τα μαλλιά πιασμένα χαλαρά σε χαμηλό κότσο, τη χτύπαγε η μυρωδιά της αρμύρας. Πεταγόταν πάνω, τραβούσε γραμμή για την έξοδο. Η θάλασσα, έστω και τούτη η ξένη, απέχει μια ανάσα. – Πού πας, καρδούλα μου; Ο Μιχαλάκης απ’ το ταμείο. – Να, εδώ… Δεν αργώ… Πίσω, εκεί, στη γειτονιά τους, τα σοκάκια είναι ανηφορικά, κάθετα σχεδόν στον γιαλό. Ο Βόσπορος μπαίνει σε κάθε σπίτι, απ’ τη γωνίτσα του μπαλκονιού, απ’ το παράθυρο της κουζίνας, τον διάδρομο, τη σάλα… Τα κτίρια, χτισμένα σε ύψος, κολλητά το ένα στ’ άλλο, δεν είναι ιδιαίτερα φωτεινά στο εσωτερικό τους. Το λαμπύρισμα του γαλανού τα καταυγάζει. Στο δικό τους απαρταμέντο ο Βόσπορος έμπαινε απ’ τη σάλα, όχι από την τζαμένια πόρτα που έβγαζε στο πλαϊνό μπαλκονάκι –γιατί αποκεί έπρεπε να γείρεις λίγο για να δεις το νερό– μα απ’ το μικρό παραθυράκι αντίκρυ και δεξιά κοιτώντας όταν έμπαινες στο σπίτι, εκεί που ο τοίχος σχημάτιζε μια κόχη όπου δέσποζε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=