Οι αδερφές Ραζή

ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ ΡΑΖΗ 25 Συμπαραστάθηκαν στη φιλενάδα τους ώσπου να σταθεί στα πόδια της, τη βοήθησαν να πουλήσει την περιουσία της, ασημι- κά, έπιπλα, κοσμήματα –στο σπίτι θα μετακόμιζε τούρκος αξιω­ ματούχος–, να ράψει τις λίρες και τα μαργαριτάρια της στη φόδρα του παλτού της και την επιβίβασαν στο πλοίο για την Ελλάδα. Είναι και ο γιος, που την περιμένει… Είχε βολευτεί στο Φάληρο. Εκεί οδήγησε τη μάνα του, αμί- λητη, αδάκρυτη. Μακρινοί συγγενείς που πρόλαβαν κι έφυγαν εγκαίρως μεταφέροντας στον νέο τόπο την περιουσία και το εμπόριό τους είχαν χτίσει στην περιοχή δίπατο αρχοντικό. Πα- ραχώρησαν στην έκπτωτη ένα καμαράκι στο ισόγειο μ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα τραπέζι, έναν καθρέφτη, μια καρέκλα, έναν υποτυπώδη νεροχύτη με βρυσάκι, κι ένα δοχείο νυκτός. Οι κατσαρόλες παρατημένες στο πάτωμα. Κυρίες της τάξης της δεν έμαθαν να μαγειρεύουν. Δεν θ’ αρχίσει δα τώρα, στα γε- ράματα – που λέει ο λόγος! Κάθε τόσο παίρνει το τρένο, ανε- βαίνει στο Κέντρο, αγοράζει τα καλύτερα υφάσματα και ρά- βεται στην Πολυξένη, την περίφημη ράφτρα που ήρθε μαζί τους απ’ την Πόλη και που της κάνει ευκολίες. Σε κανέναν δεν ανοίγει την καρδιά της. Είναι χαιρέκακος ο οίκτος για κείνον που ξεπέφτει. «Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς…» μουρμουρίζει κατά μόνας. – Θεία, γιατί δε φοράς κιλότα; τη ρωτάει με προσποιητή αθωότητα ένα διαβολοκόριτσο, εγγόνι της οικοδέσποινας. – Για να μην τις πλένω, έρχεται κοφτή η απάντηση. Ένα κύμα θυμού υψώνεται μέσα της για το βρομοθήλυκο που τολμά να την εμπαίζει. Ως και τα νιάναρα, σκέφτεται. – Μπα που να σε πάρει ο διάολος! Σιχτίρ! σφυρίζει μέσ’ απ’ τα δόντια της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=