Οι αδερφές Ραζή

24 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ έμεινε μόνη στο αρχοντικό όπου είχε ζήσει μέρες αφθονίας και ασφάλειας. Από τα παράθυρα μπαίνει ολόλαμπρος ο Βόσπορος, μα τώρα αντί να την ευφραίνει της καίει την καρδιά. Σφαλίζει λοιπόν τα σκούρα, τις πόρτες, σέρνει τους μπερντέδες και αφή- νεται… Εγκαταλείπεται σε κάτι που μοιάζει με θάνατο και θάνατος δεν είναι, με τρέλα, μα ούτε τρέλα είναι. Μια μορφή ανυπαρξίας, μια καταβύθιση στη σιωπή των ορυκτών, της πέ- τρας, του μετάλλου. Μάταια καλεί τον αγαπημένο άντρα. Μή- πως πρέπει να κατέβει το τελευταίο σκαλοπάτι; Δεν τολμάει. Αφήνεται στη μοίρα της ελπίζοντας μην ελπίζοντας, ζώντας και μη ζώντας. Μα δεν έχει σωθεί το λαδάκι της. Οι φιλενάδες της, που ανησύχησαν με την εξαφάνισή της, έσπασαν την κλειδαριά και μπήκαν στο σπίτι, μην ξέροντας τι θα συναντήσουν. Από την κουζίνα έρχεται η αποφορά. Ξινισμένα τρόφιμα στο φανάρι, τα άπλυτα σωρός στον νεροχύτη. Παραμέσα η οικοδέσποινα περιφέρεται σαν αερικό, με βλέμμα κενό, λεκιασμένο νυχτικό και κάτασπρα μαλλιά. Ανέλαβαν με πυγμή οι κυράδες με τα ασημογάλαζα μαλλιά. Την έπλυναν, τη συγύρισαν, μαγείρεψαν, την τάισαν στο στόμα σαν παιδί, κάλεσαν και την κομμώτρια. Η Ζαμίχα αφέθηκε στα έμπιστα χέρια, λαχταρούσε να αναπαυ- τεί, άλλος να αναλάβει τις ευθύνες, να πάρει τις αποφάσεις. Οι καλομαθημένες εκείνες δέσποινες ανταποκρίθηκαν καταπώς έπρεπε, χωρίς να πάψουν να τιτιβίζουν, να φλυαρούν για τα τελευταία κουτσομπολιά της Κοινότητας, αναστενάζοντας κά- θε που το έφερνε η κουβέντα στις πρόσφατες πολιτικές εξελί- ξεις. Τα μαλλιά, που άσπρισαν τις μέρες του θρήνου, καλύφθη- καν με μια απαλή γκρίζα απόχρωση με λουλακί ανταύγειες. Αυτή συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι κυρίες της τάξης τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=