Οι αδερφές Ραζή

18 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ καμαρωτός, διατρανώνοντας τη φήμη του Μιχαήλ Ιντζέ, που είχε μάθει την τέχνη της ζαχαροπλαστικής στο περίφημο Le Bon της Grande Rue du Péra, κρεμόταν σαν βρασμένο μαρού- λι. Κι όμως, οι πιστοί πελάτες, να, ο κύριος Κλέαρχος φέρ’ ειπείν, δεν δεχόντουσαν να τους φτιάξει άλλος το πακέτο. – Τα χεράκια της κυρίας Χαρίκλειας έχουν κάτι το… κάτι το…, έλεγε και έτριβε τον αντίχειρα με τον δείκτη και τον πα- ράμεσο στον αέρα, σαν να προσπαθούσε να συλλάβει το αόρα- το και ανεκτίμητο. Θα σου ’λεγα τι έχουν τα χεράκια της Χαρίκλειας! σκεφτό- ταν ο Μιχαλάκης καθώς χτυπούσε το άθροισμα στο ταμείο. Ύστερα, όπως είχαν εμφανιστεί έτσι και εξαφανίζονταν τα μυστήρια συμπτώματα. Κι ένα εσωτερικό φως καταύγαζε πά- λι τη Χαρίκλεια, έλαμπε η δροσερή ομορφιά της, γαλήνη απλω- νόταν στη μορφή της. Μα ο Μιχαλάκης, άνθρωπος της πιάτσας, χωρίς αυταπάτες, ήξερε πως αυτό δεν ήταν παρά ένα διάλειμ- μα. Οι σκοτεινές μέρες θα έρχονταν ξανά· εκείνος ο μισητός πέπλος σαν από ρινίσματα σιδήρου θα έπεφτε ίδιο δίχτυ πάνω στην αγαπημένη γυναίκα, φυλακίζοντας την, σκοτεινιάζοντας τη μορφή της τόσο που ασχήμιζε, θαρρείς. Τότε, σηκωνόταν με δυσκολία απ’ το κρεβάτι και πότε έσερνε τα πόδια της βαριά, πότε κατευθυνόταν με βήμα γοργό, σαν να υπάκουε σε εσωτε- ρική εντολή, σε άγνωστο για κείνον προορισμό. Συνήθως κατέ- ληγε στη θάλασσα. Μόλις έφτανε στον γιαλό, κοκάλωνε. Μπο- ρούσε να μείνει ώρα εκεί, μετεωριζόμενη μπρος πίσω, και το ’βλεπες πως, αν δεν βρισκόταν κάποιος να την τραβήξει στη στεριά, θα αφηνόταν στο κύμα. Τετρακόσια τα μάτια του Νε- ντίμ. Πόσο μάλλον του Μιχαλάκη. Αναστέναζε και περίμενε. Τι άλλο να κάνει; «Νευρικό» είχε πει ο γιατρός. «Κάν’ της ένα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=