1984
9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΗΛΙΌΛΟΥΣΤΗ , παγερή μέρα του Απριλίου και τα ρολόγια σήμαναν μία το μεσημέρι. Ο Γουίνστον Σμιθ, με το σαγόνι του χωμένο στο στήθος καθώς προσπαθούσε να αποφύ γει τον τσουχτερό άνεμο, τρύπωσε γρήγορα στις γυάλινες πόρ τες του Μεγάρου της Νίκης, όχι όμως τόσο γρήγορα ώστε να εμποδίσει έναν στρόβιλο αμμώδους σκόνης να μπει μαζί του. Ο προθάλαμος μύριζε βρασμένο λάχανο και μουχλιασμένα ποδόμακτρα. Στη μια του άκρη, ήταν κολλημένη στον τοίχο μια έγχρωμη αφίσα, πολύ μεγάλη για εσωτερικό χώρο. Απει κόνιζε ένα γιγάντιο πρόσωπο, πάνω από ένα μέτρο πλατύ, το πρόσωπο ενός άντρα γύρω στα σαράντα πέντε, με πυκνό μαύ ρο μουστάκι και τραχιά, αρρενωπά χαρακτηριστικά. Ο Γουίν στον κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Μάταιο να επιχειρήσει να ανέβει με το ασανσέρ. Ακόμα και τις καλές εποχές, σπάνια λειτουργούσε – το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, η παροχή ρεύματος κοβόταν τις ώρες που υπήρχε φυσικό φως. Ήταν ένα από τα μέτρα οικονομίας που λαμβάνονταν για την προ ετοιμασία της Εβδομάδας Μίσους. Το διαμέρισμά του βρι σκόταν στον έβδομο όροφο, και ο Γουίνστον, σχεδόν σαρα ντάρης και μ’ ένα έλκος από κιρσούς που δεν έλεγε να κλείσει στον δεξιό του αστράγαλο, ανέβαινε αργά και με πολλές στά σεις. Σε κάθε πάτωμα, απέναντι από το ασανσέρ, η ίδια αφί
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=