1795: Η ώρα της κάθαρσης

1 7 9 5 : Η Ω Ρ Α Τ Η Σ Κ Α Θ Α Ρ Σ Η Σ 17 άκρη του δαχτύλου του από τα σκεπάσματα. Ελπίζω ολόψυχα όμως να μη σε βρήκε τέτοια καταστροφή δίχως ίχνος δικής μου υπαιτιότητας, διότι οφείλω να πω ότι συνέβαλα όσο καλύτερα μπορούσα». Μετακινεί το κεφάλι της στο μαξιλάρι, το κουδουνάκι της χτυπάει. «Είχα επίσκεψη, Τίκο, μια επίσκεψη που την περίμενα μάταια για πολύ καιρό και θα παραδεχτώ πως δεν ικανοποίησε στην αρχή τις προσδοκίες που είχαν εξυφάνει τα ονειροπολήματά μου. Ένας μεγαλόσωμος κι ένας μικρόσωμος ήταν, εκείνος ο μεγαλό- σωμος ήταν τόσο στραπατσαρισμένος και τόσο εξαντλημένος που δύσκολα τον περνούσες πια για άνθρωπο και από πάνω μ’ ένα χέρι λιγότερο. Ο μικρόσωμος…ηλίου φαεινότερον ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν εντελώς στα καλά του. Και δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή ότι η αποστολή που είχαν αναλάβει ήταν απελπιστι- κή. Ποιος θα έπαιρνε στα σοβαρά τα λόγια αυτών των εξαθλιω- μένων υπάρξεων, ακόμα κι αν είχαν στο χέρι μια ομολογία ως αποδεικτικό στοιχείο να μοστράρουν; Κανένας. Αλλά ο μονόχει- ρας… έκαιγε πολύς θυμός μέσα στον άνθρωπο αυτόν, τέτοιο φρένιασμα που σχεδόν έκανε το χαρτί της ταπετσαρίας να ξε- κολλάει από τις σανίδες των τοίχων και να ζαρώνει. Αναρωτιέμαι με τι είδους ψέματα να τον τάισες και πόσο να κόμπασες για τις φρικαλεότητές σου. Τελοσπάντων. Τον έστειλα στην αίθουσα ανατομίας με την ελπίδα να σε σκοτώσει επιτόπου μέσα στην οργή του, αλλά πρέπει να υποτίμησα τον αυτοέλεγχό του». «Αυτό είναι όλο;» «Του είπα βέβαια και αρκετά για σένα, αγαπητέ μου Τίκο, και για τις πολλές συγχύσεις και τα διλήμματά σου. Όχι όλα όμως». «Γιατί όχι;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=