1795: Η ώρα της κάθαρσης

N I K L A S N A T T O C H D A G 16 γεται μια ικανοποίηση σαν να τ’ απολαμβάνει όπως τη γλυκάδα ενός ποτηριού με κρασί. Ο ιδρώτας αρχίζει να τρέχει κάτω από την πουκαμίσα του καθώς πιέζεται να ξεστομίσει μιαν απάντηση. «Μιράντα». Εκείνη στο άκουσμα του ονόματός της ξεσπάει σε γέλια. Ο Τίκο αισθάνεται τη γλώσσα να μουδιάζει στο στόμα του, τη σκέ- ψη του να γίνεται μεμιάς βραδύτερη και απροθυμότερη και να μην μπορεί να κάνει κάτι άλλο πέρα από το να περιμένει ν’ ακού- σει την άποψή της για την πρωτοβουλία που γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλά του. «Ω, Τίκο. Ηφωνή σου. Τρέμει πάρα πολύ. Και μάλιστα μπρο- στά στην ίδια σου τη σύζυγο. Αλλά σίγουρα η τιμή για τα αισθή- ματα ντροπής που σε κατακλύζουν δεν ανήκει αποκλειστικά σ’ εμένα. Οι καμπάνες ξεθεώθηκαν να χτυπάνε εδώ και ώρες. Έστει- λα τη μικρή Γκουστάβα πάνω στον λόφο για να ρίξει μια ματιά. Λέει πως είναι το Κουνγκσχόλμεν που καίγεται και λίγο μετά να σου κι εσύ, φάντης μπαστούνι και σε κατάσταση… άσε, να μην πω. Ο ιδρώτας σου έχει ποτίσει πουκαμίσα και ρεντιγκότα και η δυσωδία από το άγχος και την αγωνία σου ξεπερνά σε βρόμα και το σαπισμένο πόδι μου. Έλα τώρα, πες μου, τι είναι αυτό που σε βρήκε, αγάπη μου;» Η γλώσσα της λειτουργούσε πάντα σαν καμουτσικιά στα ευ- παθέστερα σημεία του – κάτι που στο τέλος το πλήρωνε εκείνη βέβαια. Καίει η χλεύη κάθε λέξης που βγαίνει από το στόμα της. Η αγανάκτηση καταπνίγει κάθε αξίωση για ευγλωττία και ο Τίκο μιλάει απροκάλυπτα με οργισμένη ψιθυριστή φωνή. «Πόσα από αυτά είναι δικό σου έργο, Μιράντα;» «Λοιπόν, Τίκο, όπως ξέρεις, κάτι τέτοια δεν γίνεται να τα γνωρίζει ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να σηκώσει ούτε την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=