1795: Η ώρα της κάθαρσης

1 7 9 5 : Η Ω Ρ Α Τ Η Σ Κ Α Θ Α Ρ Σ Η Σ 15 Έξω από την πόρτα της σηκώνει το αρωματισμένο, μεταξωτό μαντίλι του για να καλύψει τη μύτη του, αλλάζει όμως γνώμη και το χώνει ξανά στην τσέπη του, απρόθυμος να δείξει ότι κάτι σ’ εκείνη μπορεί να τον εξωθήσει σε οποιαδήποτε πράξη, έστω και από αηδία. Τ’ ορειχάλκινο πόμολο είναι δροσερό και στο άγγιγ- μά του καθυστερεί για μια στιγμή όλο εφεκτικότητα. Το γυρίζει, ανοίγει την πόρτα, μπαίνει στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας. Ηδυσωδία που τον περιμένει στο απέκει του κατωφλιού προσ- δίδει σχήμα στο ίδιο το σκοτάδι, σαν να ’ταν ομίχλη ή καπνός. Το κερί που κρατάει μάλλον τον θαμπώνει παρά του φέγγει καθώς διασχίζει το δωμάτιο. Απιθώνει το φλωροκαπνισμένο κηροπήγιο σ’ ένα τραπέζι δίπλα στον τοίχο και μένει ορθός για μια στιγμή στη σκιά που ρίχνει ο φαρδύς ουρανός του κρεβατιού. Πέπλα διάφανα κρύβουν το άτομο στο κρεβάτι. Ο Τίκο περιμένει να καταλαγιάσει ο ρυθμός της καρδιάς του και όταν το καταφέρνει, μπορεί να την ακούσει ν’ ανασαίνει ήρεμα και προσεκτικά περισ- σότερο, παρά με τον ρογχασμό ανθρώπου που κοιμάται. Τον πλημμυρίζει η αγανάκτηση. Βρίσκεται ήδη σε υποδεέστερη θέση. Αυτή ξαπλωμένη εκεί, σαν κουλουριασμένος δράκος στη φωλιά του, να τον κοιτάζει με όλη εκείνη την υπομονή που της έχει χαρίσει ο χρόνος και με την οποία η δική του δεν θα μπορέσει ποτέ ν’ αναμετρηθεί και να μη βγει λειψή. «Τίκο, αγαπημένε. Πώς και πώς σε περίμενα». ΟΤίκο Σέτον ανατριχιάζει στο άκουσμα της φωνής της, γνω- ρίζει ποια είδη ήχων διαψεύδουν ουσιαστικά τα λεγόμενά της. Μπορεί να έχει υπερβεί όλα τα προηγούμενα όρια στην παράλυ- σή της, αλλά η φωνή παραμένει ίδια όπως παλιά, όταν έβγαινε κελαρυστή από ντελικάτο, κοριτσίστικο στήθος. Ο πόνος, το βάσανό της, πρέπει να είναι τρομερά, αλλά στα λόγια της ακού-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=