1795: Η ώρα της κάθαρσης

Ι Χ άθηκε πια η χαρούμενη μελω δ ία από δοξάρι και χορδή, αυτή που μόλις πριν γέμιζε τον κόσμο του και τον έκανε να ξεχνά όλα τ’ άλλα. Αντιθέτως τώρα ακούγονται οι κωδωνοκρουσίες από τα καμπαναριά μέσα στη φθινοπωριάτικη νύχτα κι ο τόνος τους είναι ο ήχος αβέβαιων άκρων σώματος που ψάχνουν στα τυφλά μόνον αυτόν και κανέναν άλλον, τραγουδούν τον διασυρμό και την ευαλωτότητά του προς επήκοον πάντων. Ο Τίκο Σέτον ση- κώνει ίσαμε τ’ αυτιά τούς ώμους και σκύβει καθώς αφήνει πίσω του την κάλυψη των σοκακιών και κινείται βιαστικά πολύ προς τη βοή και τον ρόχθο της αμπολής του Πούλχεμ. Η τρύπα από μια σπασμένη πέτρα στο λιθόστρωτο στρίβει την πόρπη του αριστερού παπουτσιού, εκείνος όμως δεν έχει την αντοχή να σταθεί τώρα γι’ αυτό, αλλά διορθώνει την περπατησιά του για να κρατήσει το κατεργασμένο δέρμα στο πόδι του. Μόνος του είναι, ο Ζαρίκ δεν βρίσκεται πια στο πλευρό του, εξαφανισμένος χωρίς καν μια κουβέντα αποχαιρετισμού σε κάποιον παράδρομο μαζί με το χρήμα που απαίτησε για το τελευταίο του μήνυμα. Δεν τον ξαφνιάζει αυτό τον Σέτον. Δεν περίμενε τίποτα καλύτερο άλλω- στε. Έχει ξεμπροστιαστεί · κι όταν η ζωή του θα βγαίνει στο σφυρί, ουρά θα κάνουν οι αγοραστές. Οπότε κάλλιο να χωρίσουν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=