1795: Η ώρα της κάθαρσης

1 7 9 5 : Η Ω Ρ Α Τ Η Σ Κ Α Θ Α Ρ Σ Η Σ 19 χειρας Πατατοκεφτές και ο παλαβός κοκαλιάρης; Οι πρώην αδελφοί σου από την αδελφότητα των Ευμενίδων; Κάποιος από τους άρχοντες των οποίων την εύνοια απέκτησες με εκβιασμούς; Αναρωτιέμαι τίνος χέρια σού επιφυλάσσουν τη χειρότερη μοίρα. Αν υπάρχει κάπου κάποιος θεός, δεν θα πρέπει να μου αρνηθεί να ρίξω μια ματιά έστω κι από τα βάθη της προσωπικής μου κόλασης. Αλλά αυτό είναι πρόβλημα άλλων. Κάνε τώρα όπως είπα πριν να συντομέψει κι άλλο ο χρόνος σου». Εκείνος ξέρει ότι όσα του είπε είναι αληθινά. Κι όμως διστά- ζει, μάταια πασχίζει να σκεφτεί το πρόβλημα από κάθε πλευρά, σαν τον χαμένο από χέρι που νιώθει την ανάγκη να κάνει τον γύρο της σκακιέρας για να δει ότι ο άλλος του έχει κάνει ματ. Σαν σε εφιάλτη κάνει το ένα βήμα μετά το άλλο πιο κοντά στο κρε- βάτι, μέχρις ότου η διογκωμένη ύπαρξή της διαγράφεται κάτω από την κουβέρτα και τον γεμίζει αηδία. Λαχανιασμένες ανάσες γεμίζουν τα πνευμόνια του με αέρα σάπιο, χαλασμένο αέρα κι αυτός καταπίνει με δυσκολία, μπας και καταφέρει να κρατήσει το περιεχόμενο του στομαχιού στη θέση του. Εκείνη χαχανίζει πνιχτά και χαρούμενα. «Τίκο μου. Είναι σαν να βλέπω ένα δειλό σχολιαρούδι που πάει να πέσει για πρώτη φορά στο κρεβάτι με γυναίκα». Ο Σέτον τραβάει το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της και με τρεμάμενα χέρια το βάζει πάνω στο πρόσωπό της. Με τους βρα- χίονες τεντωμένους το πιέζει προς τα κάτω, αλλά οι δυνάμεις του δεν επαρκούν και ο χρόνος μεμιάς παίρνει ιξώδη μορφή, γίνεται σαν μελάσα μέσα στην κλεψύδρα του. Πρέπει να χαμηλώσει κι άλλο και να ρίξει όλο το βάρος του στήθους του πάνω της, σαν μια καρικατούρα αγκαλιάσματος, ενώ τρέμει, τρέμει από απο- στροφή καθώς νιώθει την πλαδαρή σάρκα της να κουνιέται ασυμ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=