1794: Οι σκοτεινές μέρες της Στοκχόλμης

N I K L A S N A T T O C H D A G 24 τα κάνουν χάζι τις φάτσες των επισκεπτών κατά την αναχώρησή τους και χαμογελούν χαιρέκακα, αν τους δουν να φεύγουν κατά- χλωμοι μετά από τα όσα αντίκρισαν. Για λόγους που δεν μπορώ να εκθέσω με σιγουριά, τα βήματά μου με οδήγησαν προς τα εκεί. Υποκίτρινο σαν πύον σε συφιλι- δικό έλκος δεσπόζει στον βράχο του το παλιό εργοστάσιο παρα- γωγής αλατιού, απομονωμένο από άλλους ανθρώπινους οικισμούς, τότε λόγω των ακάθαρτων ατμών του, τώρα λόγω αυτών που στεγάζει. Στην είσοδο βρέθηκα μπροστά σε μια αναμνηστική πλάκα με σκαλισμένους κάποιου είδους στίχους, από τους οποίους μου έμειναν ειδικά μερικές λέξεις: «Μια άθλια φιλοδοξία, ένας ατυχής έρωτας έχουν δημιουργήσει τους ενοίκους του οίκου αυ- τού – αναγνώστη, γνώθι σαυτόν!». Εύκολο δεν θα ’ταν να προο- ρίζονται αυτά τα γωνιώδη σημεία, τα λαξευμένα στην πέτρα, για τη δική μου και μόνο περίπτωση; Κανένας δεν με σταμάτησε και τη μεγάλη πόρτα τη βρήκα ξεκλείδωτη. Μόλις τη μισάνοιξα, διέρρευσε όλος ο θόρυβος έξω, όλο αυτό που προηγουμένως μου είχε φανεί σαν υποτονικό βουη­ τό. Τώρα όμως έφταναν στ’ αυτιά μου πολλά είδη φωνών: τερε- τίσματα, ολοφυρμοί, υλακές και χάχανα εναλλάξ. Στον προθά- λαμο ο φωτισμός ήταν φειδωλός και μου πήρε κάμποσο για να ξεχωρίσω έναν μικρόσωμο άντρα που στεκόταν εντελώς ακίνητος σαν να περίμενε την άφιξή μου. Του έγνεψα με προσμονή κι αυτός με γρήγορες δρασκελιές έφτασε ίσαμε το σημείο που στε- κόμουνα. Τα μάτια του είχαν ένα έντονο βλέμμα και πρόδιδαν μια κάπως χλευαστική περιέργεια, η φωνή του απαλή και εκλε- πτυσμένη. «Καλωσορίσατε! Ακριβώς στην ώρα που είχαμε συμ- φωνήσει. Αξίζετε συγχαρητήρια γι’ αυτή σας την ακρίβεια». Δεν καταλάβαινα καθόλου τι εννοούσε. Το πρόσωπό μου πρέπει να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=