1794: Οι σκοτεινές μέρες της Στοκχόλμης

1 Ε ίναι Ι ανουάριος και μόλις μπήκαμε στο 1794. Ήρθαν, νωρίτερα σήμερα, και μ’ ενόχλησαν στην κάμαρά μου, με σήκωσαν από το κρεβάτι μου και μου ζήτησαν να ντυθώ – γιατί είχε αλλάξει η χρονιά και τα παράσιτα και η βρομιά εδώ και καιρό είχανε καταλάβει τον χώρο, αλλά τώρα ο αποπνικτικός αέρας της κάμαρας θα καπνιζόταν με ματσάκια ξερών θαμνόκλα- δων και τα πατώματα θα ραντίζονταν με ξινισμένο κρασί. Γεμά- τος μουργέλα έδεσα το παντελόνι μου γύρω από τη μέση, τις κάλτσες, έσφιξα τις αγκράφες στα παπούτσια μου και έριξα το πανωφόρι μου πάνω σε ώμους που είχαν αδυνατίσει τόσο, ώστε το ύφασμα να κρέμεται και να σακουλιάζει. Κατέβηκα τις σκάλες, βγήκα από το σπίτι, πρώτη φορά εδώ και βδομάδες, κι αντάμωσα τη μέρα, την οποία το μικροσκοπικό μου παράθυρο είχε περιο- ρίσει σε θραύσμα θέας. Οι φλαμουριές του κήπου έχουν μήνες που στερούνται τις φυλλωσιές τους, αλλά το χρέος που είχε αφήσει το φθινόπωρο ξεπλήρωσε ο χειμώνας με φρέσκο χιόνι. Τα κλαδιά ήταν τυλιγ- μένα σε χιονάτους μανδύες των οποίων οι ουρές απλώνονταν ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι. Ο ήλιος έλαμπε και οι αχτίδες του λαμπύριζαν στο λευκό με μια ένταση που δεν θ’ άντε-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=