1794: Οι σκοτεινές μέρες της Στοκχόλμης

1 7 9 4 : Ο Ι Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ε Σ Μ Ε Ρ Ε Σ Τ Η Σ Σ Τ Ο Κ Χ Ο Λ Μ Η Σ 29 επειδή το δοχείο ήταν κατειλημμένο;» Το στόμα του πλησίασε στο αυτί μου και η φωνή του μετατράπηκε σε ψίθυρο. «Αυτή είναι η θέση που έχω κρατήσει για εσάς. Σύντομα θα έρθετε εδώ και τότε θα είμαστε έτοιμοι και θα σας περιμένουμε». Πισωπάτησα και είδα ότι το στόμα του είχε παραμορφωθεί από ένα σαρκαστι- κό χαμόγελο το οποίο άφηνε να φανούν δυο αράδες αιχμηρά δόντια που τα χώριζαν πολλά κενά. «Είστε τόσο νέος και όμορφος επίσης. Τόσο λεπτό σώμα και με δέρμα αλαβάστρινο. Θα προ- σφέρετε πολλή χαρά στους συγκάτοικούς σας στο κελί, σας το υπόσχομαι». – «Μα ποιος είστε;» Με κοίταξε προσεκτικά μ’ ένα κακόβουλο βλέμμα. «Ω, αυτό διαφέρει από μέρα σε μέρα. Χτες ήμουν ο Κάλε Ντουζίνας 3 αυτοπροσώπως, χαμένος στις υπέροχες αναμνήσεις μου για το πώς οδήγησα τα κυανοχίτωνα αγόρια μου μέσα από τα χιονισμένα ελάτια της Μαζουρίας, όπου για να το διασκεδάσουμε σκοτώναμε μωρά παιδιά με τα τακούνια από τις μπότες μας μπροστά στα μάτια των γονιών τους, καθώς πηγαί- ναμε για τις εκτάσεις του μακελειού στην Πολτάβα. Αν ερχόσουν χτες, θα είχες ακούσει τη μολυβένια βολίδα να κουδουνίζει στο κρανίο μου κάθε φορά που κούναγα το κεφάλι. Μ’ έχουν αποκα- λέσει με πολλά ονόματα, όπως Πειρασμός, Πονηρός, Όφις ο Αρχαίος, Βελζεβούλ, το Κτήνος. Εσύ μπορείς να με λες Σατανά. Σε περιμένουμε. Και ξέρεις καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πως εδώ ανήκεις». Δεν γνωρίζω τι είδους απάντηση θα έδινα, αν δεν μας είχε διακόψει μια άγνωστη φωνή που ακούστηκε ακόμα και πάνω από το πανδαιμόνιο στον διάδρομο. «Τούμας, ξέρεις ότι δεν έχεις καμία δουλειά εδώ και ότι σου είπαμε πολλές φορές να μην παίρ- νεις και πολλές ελευθερίες μόνο και μόνο επειδή σε αφήνουμε να βγαίνεις και να παίρνεις αέρα. Πήγαινε αμέσως στο κρεβάτι σου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=