1793: Τότε που βασίλευε η βία
1 7 9 3 : Τ Ο Τ Ε Π Ο Υ Β Α Σ Ι Λ Ε Υ Ε Η Β Ι Α 15 αφού πληρώσεις ένα αντίτιμο ανάλογο της φήμης του εκτελεσμέ νου. Το ποτό από τα ποτήρια αυτά φέρνει τύχη, λένε. ΟΚαρντέλ δεν κατάλαβε ποτέ του γιατί. Ο Καρντέλ τρίβει τα μάτια του να φύγει η νύστα και συνειδητο ποιεί ότι είναι ακόμη μεθυσμένος. Η φωνή του ακούγεται βρο ντερή και τραχιά καθώς τη δοκιμάζει. «Τι διάβολο γίνεται εδώ;» Απαντάει το μεγαλύτερο από τα δυο χαμίνια, το κορίτσι. Το αγόρι κοψαχείλης, και σίγουρα αδελφός της αν κρίνεις από την ομοιότητα. Ζαρώνει τη μύτη του, μόλις νιώθει την ανάσα του Καρντέλ, και ταμπουρώνεται πίσω από την αδελφή του. «Είν’ ένας πεθαμένος πέρα στο νερό, εκεί στην άκρια της λί μνης». Η φωνή της ένα μείγμα φρίκης κι ενθουσιασμού. Οι φλέβες γύρω από το κούτελο του Καρντέλ είναι πρησμένες, στο όριο να σκάσουν. Οι χτύποι της καρδιάς του απειλούν να καταπνίξουν κι εκείνη την ελάχιστη δραστηριότητα του εγκεφάλου του. «Και από πού ως πού είναι δική μου δουλειά αυτό;» «Μίκελ, έλα, σε παρακαλούμε, δεν υπάρχει άλλος γύρω και ξέραμε ότι ήσουν εδώ». Εκείνος τρίβει τους κροτάφους του σε μια μάταιη προσπάθεια ανακούφισης. Δεν έχει αρχίσει να χαράζει καλά καλά πάνω από το Νότιο Νη σί, το Σέντερμαλμ. Το μισοσκόταδο της νύχτας αιωρείται στον αέρα, ο ήλιος δεν έχει ξεπροβάλει πάνω από το νησί Σίκλα και τον Δανικό Κόλπο. ΟΚαρντέλ τρεκλίζει μια πάνω, μια κάτω στα σκαλιά του Αμβούργου και βγαίνει έπειτα στον δρόμο, διασχίζει
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=