1793: Τότε που βασίλευε η βία

N I K L A S N A T T O C H D A G 14 Η μνήμη αρχίζει να επιστρέφει. Είναι ακόμη στο υπόγειο κα­ πηλειό Αμβούργο, μάλλον θα λιποθύμησε από το πολύ ποτό. Με μια ματιά πάνω από τον ώμο βλέπει κι άλλους στην ίδια κατάστα­ ση. Οι ελάχιστοι μέθυσοι, τους οποίους ο κάπελας θεώρησε αρ­ κετά εύπορους και δεν τους πέταξε στον δρόμο, είναι ξαπλωμένοι πάνω σε πάγκους και κάτω από τραπέζια περιμένοντας την αυγή, τότε που θα μπορέσουν να τα μαζέψουν για τα σπίτια τους και ν’ ακούσουν τα εξ αμάξης από αυτούς που τους περιμένουν. Αυτό δεν ισχύει ωστόσο και για τον Καρντέλ. Σαν ανάπηρος που είναι μένει μόνος και ο χρόνος ανήκει μόνο στον ίδιο. «Μίκελ, πρέπει να ’ρθεις! Είναι ένας πεθαμένος στη λίμνη Φατμπούρεν!» 2 Τον ξύπνησαν δυο χαμίνια. Τα πρόσωπά τους κάτι του θυμίζουν, αλλά δεν θυμάται τα ονόματά τους. Πίσω τους στέκεται το Κριά­ ρι, ο χοντρός σύντροφος και το δεξί χέρι της κυράς του καπηλειού, της κυρα-Νορστρέμαινας. Με πρόσωπο πρησμένο, κατακόκκινο κι αγουροξυπνημένο. Έχει σταθεί ανάμεσα στα παιδιά και στο καμάρι της υπόγειας ταβέρνας, που είναι καλά προστατευμένο με κλειδαριές κι αμπάρες μέσα σ’ ένα μπλε ντουλάπι: μια συλλο­ γή από σκαλιστά ποτήρια. Εδώ στο καπηλειό Αμβούργο σταματούν για λίγο οι καταδι­ κασμένοι σε θάνατο –καθώς περνούν με το κάρο του δήμιου για την αγχόνη με κατεύθυνση τον λόφο στο Σκάνστουλ, ή Διαπύλιο Φόρο 3 – και τους κερνούν ένα τελευταίο ποτό. Αμέσως μετά μα­ ζεύουν προσεκτικά ένα ένα τα ποτήρια, χαράσσουν πάνω το όνομα του μελλοθάνατου και την ημερομηνία και τα προσθέτουν στη συλλογή. Από τα ποτήρια πίνεις μόνο όταν κάποιος σ’ επιβλέπει και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=