1793: Τότε που βασίλευε η βία

1 7 9 3 : Τ Ο Τ Ε Π Ο Υ Β Α Σ Ι Λ Ε Υ Ε Η Β Ι Α 19 βγει. Κάνει στροφή στο νερό κι αρχίζει να κλοτσάει με το ξυπό­ λυτο πόδι, κατευθύνεται προς την άκρη της λίμνης, ξανά. Το κουβάλημα γίνεται βαρύτερο στο ανάχωμα λάσπης, εκεί που το συνολικό βάρος τους δεν διευκολύνεται πλέον από το νερό. Ο Καρντέλ γυρίζει ανάσκελα και χτυπάει και τα δυο του πόδια καθώς κουβαλάει το εύρημά του μέσα στα κουρέλια που το κά­ λυπταν. Τα παιδιά δεν τον βοηθάνε. Αυτό που κάνουν είναι να υποχωρούν όλο και πιο πολύ στη στεριά κρατώντας τη μύτη τους. ΟΚαρντέλ καθαρίζει τον λαιμό του από τα βουρκόνερα και φτύ­ νει στη λασπουριά. «Εσείς τρέξτε πέρα στην αμπολή, στο Σλούσεν, και φωνάξτε να ’ρθει κάνας Λουκάνικος». Τα παιδιά δεν κάνουν την παραμικρή κίνηση να υπακούσουν, μια που θέλουν και απόσταση να κρατήσουν και μια ματιά να ρίξουν στην ψαριά του Καρντέλ. Μόνον όταν τους πετάει μια χούφτα λάσπη αρχίζουν να τρέχουν. «Τσακιστείτε και πηγαίνετε κάτω στη νυχτερινή φρουρά και φέρτε δώθε κάναν ηλίθιο κυανοχίτωνα, τον διάολό μου μέσα!» Όταν τα μικρά τους πόδια παύουν να ακούγονται πια, σκύβει στο πλάι και ξερνάει. Σιωπή έχει πέσει στην όχθη, και στη μο­ ναξιά του μέσα ο Καρντέλ αισθάνεται ένα κατάκρυο αγκάλιασμα να σπρώχνει όλον τον αέρα έξω από τα πνευμόνια και να κάνει σχεδόν ανέφικτη την επόμενη ανασαιμιά του. Η καρδιά σφυρο­ κοπάει όλο και βιαστικότερα, το αίμα σκάζει μέσα στις φλέβες του λαιμού και τον στοιχειώνει τρόμος βαρύς. Ξέρει πολύ καλά τι ακολουθεί μετά. Αισθάνεται λες και το χαμένο πια χέρι του ξαναβγαίνει καμωμένο από σκοτάδι, ωσότου κάθε κομμάτι της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=