1793: Τότε που βασίλευε η βία

N I K L A S N A T T O C H D A G 18 συμπαρασύρει το πόδι του. Με κινήσεις, που είναι κάτι μεταξύ κολύμβησης και μπουσουλητού, αρχίζει ν’ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την όχθη. Το νερό παχύ κι αργόρρευστο ανάμεσα στα δάχτυλα, γεμάτο από όλα εκείνα που δεν τα θέλουν ούτε οι άνθρωποι που μένουν πέρα στην παραγκούπολη του Σέντερμαλμ. Το μεθύσι έχει επηρεάσει την κρίση του. Νιώθει τον πανικό να φουντώνει στο στέρνο του όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν πα­ τώνει πια. Η λίμνη είναι βαθύτερη από ό,τι υπολόγισε, του φέρ­ νει στο μυαλό τον Σουηδικό Πορθμό, το Σβένσκσουντ, τον πάει τρία χρόνια πίσω, στη δίνη του τρόμου, με το σουηδικό μέτωπο να ξεμακραίνει. Αγκαλιάζει το σώμα μέσα στο νερό μόλις το χτύπημα των ποδιών του τον φέρνει πιο κοντά. Πρώτα σκέφτεται ότι είχε δίκιο εξαρχής. Αυτό εδώ δεν είναι ανθρώπινο πλάσμα. Το κουφάρι κάποιου ζώου θα ’ναι, που πέταξαν οι παραγιοί του χασάπη, κι έμεινε εκεί σαν σημαδούρα όταν τα αέρια της σήψης άρχισαν να γεμίζουν τα σωθικά του. Μετά αναποδογυρίζει τον μπόγο κι αντικρίζει ένα πρόσωπο. Δεν είναι διόλου σάπιο, έστω κι αν βλέπει δυο άδειες κόγχες. Πίσω από τα σκασμένα χείλη δεν υπάρχουν καθόλου δόντια. Τα μαλλιά έχουν διατηρήσει τη λάμψη τους – η νύχτα και η γλίτσα της Φατμπούρεν έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για να απο­ κρύψουν το χρώμα τους, αλλά μια ξανθιά τούφα διακρίνεται αναντίρρητα εκεί. Οι ταραγμένες ανάσες του τον κάνουν να στραβοκαταπιεί νερό. Όταν σταματάει να βήχει, είναι ακίνητος και επιπλέει δίπλα στο πτώμα. Περιεργάζεται τα φαγωμένα χαρακτηριστικά του. Τα παιδιά στην όχθη δεν βγάζουν μιλιά. Περιμένουν σιωπηλά να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=