1793: Τότε που βασίλευε η βία

1 7 9 3 : Τ Ο Τ Ε Π Ο Υ Β Α Σ Ι Λ Ε Υ Ε Η Β Ι Α 17 σχηματιστεί ένας αφρός κιτρινιάρης. Τα παιδιά έχουν δίκιο, τουλάχιστον ως προς το γεγονός πως κάτι σάπιο επιπλέει μερικά μέτρα πιο μέσα, κάτι σαν μπόγος σκούρος. Η πρώτη σκέψη του Καρντέλ είναι πως αυτό το πράγμα αδύνατον να ’ναι άνθρωπος. Πολύ μικρό. «Καλά σας έλεγα, από τον χασάπη είναι, ό,τι απόμεινε. Από­ βλητα από σφάγια». Η κοπέλα όμως δεν το βάζει κάτω. Το αγόρι γνέφει ότι συμ­ φωνεί. Ο Καρντέλ ξεφυσάει διαολεμένος. «Είμαι μεθυσμένος. Το καταλαβαίνετε; Λιώμα. Δαυλί. Να το θυμάστε αυτό αν σας ρωτήσουν για κείνη τη φορά που ξεγελά­ σατε τον αποσπασμένο φύλακα να κολυμπήσει στη λίμνη Φατ­ μπούρεν και φάγατε της ζωής σας το ξύλο όταν ξαναβγήκε, μου­ σκεμένος κι έξω φρενών». Βγάζει τη ζακέτα του με τη δυσκολία ενός μονόχειρα. Η ξε­ χασμένη περούκα πέφτει κάτω στη λάσπη. Δεν έχει σημασία. Το πανάθλιο πράγμα του είχε κοστίσει μερικά στρογγυλά, 4 δεν ήταν άλλωστε της μόδας πια, απλώς τη φορούσε επειδή μια αξιοπρε­ πέστερη εμφάνιση αυξάνει τις δυνατότητες ενός βετεράνου να τον κεράσουν ένα ποτό – ή και περισσότερα. ΟΚαρντέλ σηκώνει το βλέμμα του. Εκεί, πάρα πολύ ψηλά, σιγοκαίνε τ’ άστρα της νυχτιάς σε μια ευθεία πάνω από τον κόλπο της Όρστα. Κλείνει τα μάτια προκειμένου να κρατήσει την αίσθηση της ομορφιάς μέσα του και δρασκελίζει, με τη δεξιά μπότα πρώτα, στα νερά της Φατμπούρεν. Το στάσιμο νερό στην παρυφή της λίμνης δεν σηκώνει το βάρος του Καρντέλ. Βουλιάζει ίσαμε τα γόνατα, το νερό μου­ σκεύει τα πόδια του, μπαίνει από την κορυφή της μπότας, η οποία μένει κολλημένη στη λάσπη, καθώς η πτώση προς τα εμπρός

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=