Αιχμές - Τεύχος #3

ΜΑΊΡΗ ΚΌΝΤΖΟΓΛΟΥ Ώρες κοινής ανησυχίας Η γνωστή συγγραφέας των μεγάλων επιτυχίων επιστρέφει με ένα διαφορετικό βιβλίο, ένα βιβλίο που θα συγκινήσει. Τ ην άνοιξη του 2020 όλος ο πλανήτης, αλλά τώρα θα μιλήσουμε για εμάς, δεν φτάνει δα η χάρη μας και τόσομακριά, βίω- σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Λεπτομέρειεςδενχρειάζονται, ήρθε μια γρίπη που πήρε τη μορφή επι- δημίας και, καθώς είχε προοδευτι- κή νοοτροπία, εξελίχθηκε σε παν- δημία. Έτσι, «μείναμε μέσα». Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το δίμηνο εκείνο, Μάρτης-Απρίλης του 2020, του έτους δηλαδή που όλοι φανταζόμασταν πως θα ήταν άρι- στο γιατί γράφεται με δυο εικοσά- ρια, εγώ πέρασα καλά. Κάτι που στις αρχές ντρεπόμουν να το ομο- λογήσω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό. Αποενοχοποιήθηκα γρή- γορα όμως, γιατί η άποψή μου πως όλα τα πράγματα χρειάζονται ένα διάλειμμα, αποδείχτηκε πιο ισχυρή. Θεώρησα λοιπόν ότι η καραντί- να ήταν η ευκαιρία για αυτή την παύση, για την «ανάσα» που είχε ανάγκηοπλανήτης, καθώς θαστα- ματούσε για λίγο η υπερεκμετάλ- λευση του ορυκτού πλούτου, η έκλυση καυσαερίων από αεροπλά- να, αυτοκίνητα, πλοία, η υπεραλί- ευση των θαλασσών. Και, σκεφτό- μενη, πιθανόν με μικροκομματικά κριτήρια, είδα πως η παύση δρα- στηριοτήτων θα ήταν και μια ανα- κούφιση για τα νησιά μας, ο υπερ- τουρισμός της τελευταίας εικοσα- ετίας τα έχει βλάψει πολύ. Φυσικά και θα προέκυπτε οικο- νομικό θέμα για πολλούς. Δεν φα- νταζόμουν όμως πως θα κρατούσε τόσο πολύ... Φυσικά και θα υπήρ- χαν νεκροί από την πανδημία, ήδη ανακοινώνονταν. Κι αυτό είναι πά- ντα τραγωδία, είτε προκαλούνται από βόμβες σε αμάχους είτε από αρρώστιες είτε από δυστυχήματα. Ακόμα και όταν πεθαίνουν υπέργη- ροι, είναι πολύ βαρύ. Εκείνους τους δύο περίπου μή- νες της άνοιξης του 2020 έκανα ελάχιστα πράγματα αλλά σε μεγά- λες δόσεις. Διάβασα πολύ και περ- πάτησα πολύ στη γειτονιά μου. Έκανα όμως και κάτι άλλο. Μίλη- σα με τους απέναντι, μ’ αυτούς που, επί οχτώ χρόνια, κουνούσαμε τα κεφάλια σε μια βιαστική, ζορι- σμένη σχεδόν, «καλημέρα». Τότε, για πρώτη φορά, ρωτήσαμε ο ένας τον άλλον πώς πάμε, πώς περνά- με, αν αντέχουμε, βγήκαμε στα μπαλκόνια το βράδυ της Ανάστα- σης, ψάλλαμε όλοι μαζί το «Χρι- στός Ανέστη», ακόμα και συνταγές μαγειρικής μοιραστήκαμε. Από αυτή τη νέα επικοινωνία γεν- νήθηκε μέσα μου η απορία «ποιοι να είναι οι “απέναντί” μας;». Το εν- νοούσαγενικότερα, όχι μόνο τοπο- γραφικά. Ποιοι είναι οι «απέναντι» νοητικά, συναισθηματικά, ιδεολο- γικά, κοινωνικά; Και εκείνη την ίδια μέρα, είδα ένα παιδάκι να κάνει, απελπισμένο όπως μου φάνηκε, ποδήλατο στο μπαλκόνι. Αυτή η εικόνα του παιδιού, αλλά και η ίδια του η δράση, ήταν η σπί- θα που άναψε τη φωτιά. Έγραψα μια ιστορία που μου ήρθε στο μυα- λό, εντελώς φανταστική, εννοεί- ται. Αν πάθαινε κάτι αυτό το παιδά- κι ποιος από εμάς θα το μάθαινε; Πώς θα μπορούσαμε να το βοηθή- σουμεπουδεν γνωρίζαμεούτεποιο κουδούνι να χτυπήσουμε; Μετά από αυτή τη μικρή ιστορία, πήρα φωτιά. Και έγραψα για «εμάς» αλλά και για τους «απέναντι», για τους ανθρώπους με τους οποίους νομίζουμε ότι μας χωρίζουν άβυσ- σοι και ωκεανοί. Έγραψα και για εγκλεισμούς, όχι μόνο σωματι- κούς. Αλλά για εγκλεισμούς συναι- σθηματικούς, κοινωνικούς, ιδεολο- γικούς, για αυτούς που μας επιβάλ- λονται ή επιβάλλουμε μόνοι μας στον εαυτό μας και που τελικά μας στερούν τη χαρά. Τη χαρά που στο κάτωκάτω, σεμια ζωή τόσοσύντο- μη, είναι το τελικό ζητούμενο. ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ ΚΥΡΊΜΗ Καλό σημάδι Μετά το πρώτο της βιβλίο, Η θάλασσα στο χιόνι , η Ελευθερία Κυρίμη μας παραδίδει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μια ιστορία του χθες και του σήμερα, με φόντο τη γη της Μάνης. Σ το Καλό σημάδι είπα να κολυμπήσω σε γνώριμα νερά. Η Μάνη είναι ο τό- πος καταγωγής μου, εκεί περνούσα τα ανέμελα εφηβικά μου καλοκαίρια. Όμως κάποια βράδια που μαζευόμαστε στο λιακό –τη βεράντα στα μανιά- τικα– η κουβέντα γύριζε στα δύ- σκολα, σε ιστορίες από την Κατο- χή, τον Εμφύλιο, πληγές που δεν έλεγαν να κλείσουν παρά τα χρό- νια που είχαν μεσολαβήσει. Στο βι- βλίο η ανθρωπογεωγραφία της Μάνης δεν λειτουργεί απλώς ως ντεκόρ. Προσπάθησα να αναδείξω τον τόπο πίσω από την τουριστική βιτρίνα. Η Μάνη είναι τα τελευταία χρόνια δημοφιλής τουριστικός προ- ορισμός και όχι άδικα, καθώς το άγριο τοπίο και η μοναδική αρχιτε- κτονική της μαγεύουν τους επισκέ- πτες. Πόσοι όμως από αυτούς γνω- ρίζουν την ιστορία της; Σχεδόν όλοι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί φτά- νουν μέχρι τα ένδοξα χρόνια της ελληνικής επανάστασης και μετά… σιωπή. Ελάχιστες και ανώδυνες οι αναφορές στη νεότερη ιστορία της περιοχής. Κι όμως στα Μανιατοχώ- ρια έδρασε μία από τις πιο στυγνές και βίαιες παραστρατιωτικές ομά- δες του Εμφυλίου, η ΕΑΟΚ (Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνη- γών) του Πάνου Κατσαρέα. Στη Μάνη, τόπος και άνθρωποι ήταν δεμένοι με άρρηκτους δε- σμούς. Η ζωή σε αυτή την πέτρινη γη μετατρεπόταν σε έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης για όλους, μα κυ- ρίως για τις γυναίκες που πιέζο- νταν ταυτόχρονα από το εθιμικό δίκαιο και τις αυστηρά προσδιορι- σμένες από αυτό έμφυλες σχέσεις. Μία από τις μνήμες που με συνο- δεύει από τα εφηβικάμου καλοκαί- ρια στο χωριό είναι η ρούγα, με τις ηλικιωμένες γυναίκες να κάθονται στησειράστοπέτρινοπεζούλι, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Κάτω από ταμαύραρούχακαι τα τσεμπέ- ρια τους κρύβονταν τα σημάδια μιας ζωής δύσκολης και στερημέ- νης. Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια μέχρι να ξανακατέβω στο χωριό. Αυτή τη φορά βρήκα τη ρούγα άδεια. Οι γιαγιάδες της εφηβείας μου δεν ήταν πια στη ζωή. Ένιωσα ένα βάρος, σαν κάτι να τους χρώ- σταγα και να μην φρόντισα τόσα χρόνια να το ξεπληρώσω. Είπα λοι- πόνναπλάσωμια ιστορία, ναδώσω φωνή σε αυτές τις γυναίκες. Κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω… ΌΜΩΣ ΚΆΠΟΙΑ ΒΡΆΔΙΑ ΠΟΥ ΜΑΖΕΥΌΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΛΙΑΚΌ –ΤΗ ΒΕΡΆΝΤΑ ΣΤΑ ΜΑΝΙΆΤΙΚΑ– Η ΚΟΥΒΈΝΤΑ ΓΎΡΙΖΕ ΣΤΑ ΔΎΣΚΟΛΑ, ΣΕ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΉ, ΤΟΝ ΕΜΦΎΛΙΟ, ΠΛΗΓΈΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΈΛΕΓΑΝ ΝΑ ΚΛΕΊΣΟΥΝ ΠΑΡΆ ΤΑ ΧΡΌΝΙΑ ΠΟΥ ΕΊΧΑΝ ΜΕΣΟΛΑΒΉΣΕΙ. ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ | 7

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=