Αιχμές - Τεύχος #3

LUCA RICCI Το καλοκαίρι ΜΕΤΆΦΡΑΣΗ: ΔΉΜΗΤΡΑ ΔΌΤΣΗ Μετά Το φθινόπωρο ο Λούκα Ρίτσι μας παραδίδει Το καλοκαίρι , μια ιστορία ερωτικής εμμονής που συγκινεί. Η φράση «σ’ αγαπώ» παρέμενε ένα συναρπαστι- κό αίνιγμα. Ήταν μια τρύπα, ένα σκίσιμο, ένα κά- ψιμοαπό τσιγάροστο (όχι και τόσο εκλεκτό) ύφα- σμα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Τι στο καλό σήμαινε; Σήμαινε άραγε να σιγοκλαίς κοιτάζο- ντας το φεγγάρι, να ακούς ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι, να μην τρως, να χαϊδολογιέσαι με τον άλλον στο πάρκο, να προ- χωράτε χέρι χέρι στον δρόμο, να σου χαρίζει σοκολατάκια του Αγίου Βαλε- ντίνου, να μαθαίνεις πώς να πηδιέσαι, να σπας τα νεύρα των φίλων σου, να θέλεις να σωθείς, να σε τραβάνε από τα μαλλιά στο χείλος του γκρεμού, να βαριέστε μαζί, να υπακούτε σ’ ένα κοινό σύστημα αξιών (στο να είστε πι- στοί για παράδειγμα), να ζείτε στο ίδιο σπίτι, να σε τυραννάνε οι ενδοια- σμοί σου (ή έστω καμιά γαστρίτιδα), να μετράς τα πιάτα του καλού σου σερβίτσιου και τις συμφορές σου, να ανησυχείς, να ρωτάς: «Τι έφαγες για βράδυ;», να πεισμώνεις για καθετί, να τσακώνεστε και μετά να φιλιώνετε, να ασχημαίνετε ανεπανόρθωτα, να ενώνετε τις θλίψεις σας, να τρώτε βραδινό αμίλητοι, να μην απαιτείς πια τίποτα και να απαξιοίς για τα πά- ντα, να παραλαμβάνεις τις ιατρικές εξετάσεις του άλλου, να συγκινείσαι, να παρακαλάς, να καίγεσαι από την ίδια φωτιά και μετά να κάθεσαι να κοιτάς τις στάχτες πίσωσου, να θάβεσαι ζωντανός; Ίσως το «σ’ αγαπώ» να ήταν απλώς μια εξαιρετική άσκηση ταυτολογίας, κατά βάθος θα μπορού- σε να είναι η συνοπτική περίφραση των πάντων. Το «σ’ αγαπώ» σήμαινε απλώς «σ’ αγαπώ», ήταν δηλαδή μιαφράση κενή, χωρίς κανένα συγκεκρι- μένο νόημα, να γιατί δεν κουραζόμασταν ποτέ να τη λέμε και να απαιτού- με να μας τη λένε, την επαναλαμβάναμε, πετώντας το μπαλάκι στον άλ- λον άπειρες φορές, και το νόημά της δεν ήταν ότι έπρεπε να σημαίνει κάτι, να υποδεικνύει με συγκεκριμένο τρόπο ένα ακριβές συναίσθημα· το νόημά της κρυβόταν στην επανάληψη, στο πώς θα γίνει ακολουθία, αλλη- λουχία, σεκάνς. Ένα σκέτο «σ’ αγαπώ» δεν σήμαινε τίποτα, σε αντίθεση με δέκα, εκατό, χίλια «σ’ αγαπώ», που διαισθανόσουν αμέσως την αξία τους, το ειδικό τους βάρος. « « » NADIA TERRANOVA Αντίο, φαντάσματα ΜΕΤΆΦΡΑΣΗ: ΔΉΜΗΤΡΑ ΔΌΤΣΗ Ένα γοητευτικό και ειλικρινές μυθιστόρημα, για μια μητέρα και μια κόρη που ζουν αιωρούμενες στον πόνο, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει η καθεμιά τα δικά της φαντάσματα. Τα προηγούμενα χρόνια, ο πατέρας μου μας είχε προϊδεάσει για τοφευγιό του. Όπως όλοι μας, έτσι κι εκείνος είχε αρχίσει να πεθαίνει από την ημέρα που γεννήθηκε, όμως κάποια στιγμή πήρε από- φαση να ξεγελάσει αυτή την αποσύνθεση. Μάλλον ένιωθε παντοδύναμος κατεβαίνοντας τις σκάλες έτοιμος να τη σταματήσει, κλείνοντας πίσω του την πόρτα και αποχαιρετώντας εμένα, τη μητέρα μου και τη μυρωδιά της μούχλας που είχε πάρει τη θέση του, με τη μορφή ατμού και ριπής του ανέ- μου. Να εξαφανίζεσαι, να διαλέγεις ένα σημείο στον χρόνο και να κλείνεις πίσω σου την πόρτα, να εγκαταλείπεις ανθρώπους και πράγματα. Άλλω- στε ο πουνέντες θα φρόντιζε να διαβρώσει τις μνήμες με την ίδια βία που λυσσομανούσε στους τοίχους ανοίγοντάς τους στα δύο. Ο μπαμπάς ήταν εδώ και σήμερα. Αυτό ομολογούσε στη μητέρα μου η στάση μου στο τραπέζι: μια καμπουριασμένη πλάτη κι ένα κουρασμένο βλέμμα, που δεν θα έπρεπε να έχει μια νεαρή κοπέλα, ορμούσαν στην κου- ζίνααπό το λάθος σύμπαν της ύπαρξης που συνέχιζε τον δρόμο της. «Ήταν εδώπριν από δευτερόλεπτα. Τον είδες κι εσύ;» μαρτυρούσε η ταχύτητα με την οποία εξαφάνιζα το φαγητό μου από το πιάτο, λες και για ναφύγει όσο το δυνατόν συντομότερα από μπροστά μου. Αντί γι’ αυτό, όμως: «Ευχαρι- στώ, δεν θέλω τίποτα»· «Κάθε Τετάρτη παίζουν πάντα την ίδια ταινία»· «Δεν θα καθυστερούσα στο σχολείο, αν μου αγόραζες ένα μηχανάκι. » ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΊ ΣΤΙΣ 10/6 ΞΈΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ ΑΙΧΜΉΣ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=