Αιχμές - Τεύχος #3

* ΤΟΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΑΛΕΞΆΚΗ KYΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΝΈΑ ΈΚΔΟΣΗ ΣΤΙΣ 27/5 «Τ α κακά μαντάτα μπορούν πλέ- ον να σε βρουν οπουδήποτε, ενώκάνεις ηλιοθεραπεία σε μια παραλία ή ενώ διασχίζεις την Ακαδημίας ντάλα μεσημέρι…» γράφει ο Βασίλης Αλεξάκης στο βιβλίο του Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα . Στις μέρες μας, σε βρίσκουν σε μια γωνιά του καναπέ, εκεί που μετράς τις δυνάμεις σου απέ- ναντι στην πανδημία. Σοκαρισμένη από το κακό μαντάτο του θανάτου του, κατεβάζω τα βιβλία του απ’ τη βιβλιοθήκη. Δεν μπορώ να κάνω και τίποτ’ άλλο, ήδη με κατακλύζουν οι ενοχές γιατί δεν τον συνάντησα τους τελευταίους δυο μήνες. Ανάθεμα στην καραντίνα! Αρχίζω να ξεφυλλίζω τα βιβλία για να βρωπα- ρηγοριά στις δικές του λέξεις. Στο Πριν διαβάζω: «Γιαμεγάλαδιαστήματαδεν έβγαινασχεδόν κα- θόλου απ’ το δωμάτιό μου. Αναρωτιέμαι σήμερα αν ήταν αναγκαίος αυτός ο εγκλεισμός, αν ευνο- ούσε πραγματικά τη δουλειά μου. Εκείνη την εποχή δεν με προβλημάτιζε καθόλου ο τρόπος που δούλευα…» Πλάκα μου κάνει, σκέφτομαι. Έτσι ήταν όμως ο Βασίλης, έκανε πλάκα. Τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στα βιβλία του. Το χιούμορ του, χωρίς όμως διάθεση παρωδίας, διέτρεχε τις αφηγήσεις του. Τον θυμάμαι τον καιρό που πά- λευε το τελευταίο του βιβλίο να έρχεται και να ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΚΈΣ ΤΟΥ ΛΈΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΝΉΜΗ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΑΛΕΞΆΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΟΥΡΑ ΤΟ ΚΕΊΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΎΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ (18/1/2021) μου λέει: «Δεν θέλω να σε σοκάρω, αλλά ο τίτ- λος θα είναι Η Παναγία και ο Ταρζάν !» Για να πω την αλήθεια, τα βιβλία του Βασίλη δεν ζήταγαν από μένα και ιδιαίτερη επιμέλεια. Ήξερε εκείνος να καρφώνει μια χαρά τη μια λέξη δίπλα στην άλλη. Οι συζητήσεις μας βέβαια για το βιβλίο μακρόσυρτες και απολαυστικές. Συνεχίζω το ξεφύλλισμα των βιβλίων του, αποδεικνύεται τελικά εξαιρετική παρηγοριά. Στη Μητρική γλώσσα πέφτω πάνω στην εξής παράγραφο: «Περπάτησα πολλή ώρα στο Κο- λωνάκι. Η μεγαλοαστική τάξη που ήταν παλιά συγκεντρωμένησ’ αυτήτηγειτονιάέδωσεστους δρόμους της ονόματα επιπέδου. Η οδός Σόλω- νος διασταυρώνεται διαδοχικά με την Ομήρου, τη Δημοκρίτου, την Πινδάρου και την Ηρακλεί- του. Και μια άλλη συνοικία, το Παγκράτι, φαίνε- ται να έχει αδυναμία στους αρχαίους, αλλά χτί- στηκε μετά το Κολωνάκι και περιορίστηκε ανα- γκαστικά στους λιγότερο διάσημους, τον Ελλά- νικο, τον Πύρρωνα…» Ταβιβλίατουδεν είναι αμιγώςαυτοβιογραφικά, ο ίδιος μάλιστα έλεγε «η δουλειά μου είναι προϊόν φαντασίας». Και τα έμπλεκε τόσο ωραία ‒φαντα- σία κι αυτοβιογραφία, κοινωνική ματιά, αυτοσαρ- κασμό, χωρίς ευφυολογήματα και ναρκισσισμό‒ γράφοντας σχεδόνπάντασε πρώτοπρόσωπο. Οι λέξεις ήταν το παν για κείνον. Με τις λέξεις έπαιζε, αναμετριόταν μαζί τους. Ακόμα και στους τίτλους τωνβιβλίων του, Ητελευταίαλέξη , Ξένες λέξεις , γίνεται φανερή αυτή του η εμμονή, αυτή του η αγάπη. «Δεν πρέπει να έχει κανείς πολλές απαιτήσεις από τις λέξεις. Εγώ ήδη πολλά τους ζήτησα και πολλά χατίρια μου έκαναν. Φτά- νει…» γράφει στο Τάλγκο . Ενώ στο Κλαρινέτο : «Μετέφραζα λοιπόν το κείμενόμου. Οι ελληνικές λέξεις έκαναν το παρισινό τοπίο να μοιάζει πιο οικείο, έφερναν τον κήπο του Λουξεμβούργου κοντά στον Εθνικό Κήπο της Αθήνας. Αυτομετα- φραζόμενος έσβηνα ένα σύνορο…» ΟΒασίλης ζούσε ανάμεσα στοΠαρίσι και στην Αθήνα, ανάμεσα στα γαλλικά και τα ελληνικά. Το αποτύπωσε άλλωστε στο ομώνυμο κατά κά- ποιον τρόπο βιβλίο, στο Παρίσι-Αθήνα, όπου γράφει: «Τα ελληνικά μου είχαν μαραθεί, είχαν σκουριάσει. Ήξερα τη γλώσσα κι όμως δυσκο- λευόμουν να τη μεταχειριστώ, ήταν σαν να έχω στη διάθεσή μου μια μηχανή χωρίς τις οδηγίες χρήσεως…Αναγκάστηκα δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, να ξαναμάθω τη μητρική μου γλώσσα: χρειάστηκε κόπος, χρειάστηκαν χρόνια, αλλά τελικά νομίζω ότι τα κατάφερα». Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο αποχαιρετι- σμό για κείνον, παρά την τελευταία φράση στο βιβλίο του Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ . «Θα ήθελα να βρίσκομαι στη γέφυρα ενός με- γάλου βαποριού, ένα όμορφο καλοκαιριάτικο πρωινό, και να παίζω πινγκ πονγκ με την κόρη του καπετάνιου.» Εκεί θα τον σκέφτομαι, χαμογελαστό… | 11

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=