Η λεοπάρδαλη

J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 48 49 κρότο, ο οδηγός άλλαξε ταχύτητα από όπισθεν σε πρώτη. Η Μάριτ έφτανε τώρα στο τέρμα του κατήφορου, λίγα μέτρα έμε­ ναν για να βγει στον δρόμο, να φτάσει αυτές τις ευλογημένες δεσμίδες φωτός του αυτοκινήτου. Η ροπή του διόλου ευκατα­ φρόνητου βάρους της, όμως, την τράβηξε άθελά της προς τα εμπρός. Τα πόδια της δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν άλλο. Βούτηξε με το κεφάλι στο κενό, στη μέση του δρόμου, μπροστά από τα φώτα του αυτοκινήτου. Το στομάχι της, τυλιγμένο στο ιδρωμένο πολυέστερ, χτύπησε στην άσφαλτο και σύρθηκε, ή μάλλον τσούλησε, προς τα εμπρός. Κι ύστερα η Μάριτ έμεινε ακίνητη, με την πικρή γεύση της ασφαλτόσκονης στο στόμα και τις γδαρμένες της παλάμες να τσούζουν από την επαφή τους με το οδόστρωμα. Κάποιος στεκόταν από πάνω της. Την άρπαξε από τους ώμους. Με ένα βογκητό, η Μάριτ γύρισε στο πλάι και σήκωσε τα χέρια της να προστατέψει το πρόσωπό της. Ποιος κομάντο; Μό­ νο ένας γεράκος με καπέλο ήταν. H πόρτα του αυτοκινήτου πί­ σω του ήταν ορθάνοιχτη. «Είστε εντάξει, δεσποινίς μου;» τη ρώτησε. «Εσύ τι λες;» απάντησε η Μάριτ Ούλσεν με τον θυμό της να κοχλάζει. «Για μισό λεπτό! Κάπου σας έχω ξαναδεί». «Για δες...» μουρμούρισε εκείνη, σπρώχνοντας μακριά το χέ­ ρι βοηθείας που της έτεινε και παλεύοντας να σηκωθεί όρθια. «Σ’ εκείνη την κωμωδία δεν παίζετε;» «Ακριβώς» απάντησε εκείνη, κοιτάζοντας το σκοτεινό, σιω­ πηρό κενό προς τη μεριά του πάρκου και τρίβοντας τον πονεμέ­ νο της γοφό. «Δεν μας χέζεις κι εσύ, ρε παππού;» μαύρη κουκούλα, λες και την ακολουθούσε ένας κομάντο του στρατού. Με τη διαφορά ότι κανένας, και πόσο μάλιστα ένας κομάντο, δεν είχε λόγο να πηγαίνει για τζόγκινγκ τόσο αργά όσο η Μάριτ Ούλσεν. Δεν μπορούσε φυσικά να είναι βέβαιη ότι επρόκειτο για τον ίδιο άνθρωπο, αλλά κάτι στον ήχο των βημάτων του της έλεγε πως ήταν. Λίγη ακόμα ανηφόρα τής έμενε μέχρι τον Μονόλιθο και από εκεί και πέρα ήταν εύκολη η κατάβαση μέχρι το σπίτι της στο Σκόγεν, μέχρι τον σύζυγό της και το καθησυχαστικά αντιπαθητικό και υπερταϊσμένο τους ροτβάιλερ. Τα βήματα πλησίασαν. Και ξαφνικά δεν της άρεσε καθόλου που ήταν δέκα το βράδυ και το πάρκο ήταν έρημο και σκοτεινό. Η Μάριτ Ούλ­ σεν φοβόταν πολλά πράγματα· μα πάνω απ’ όλα φοβόταν τους ξένους. Ναι, το ήξερε ότι επρόκειτο περί ξενοφοβίας και ότι πήγαινε κόντρα στην επίσημη γραμμή του κόμματος, αλλά ο φόβος του αγνώστου ήταν ανέκαθεν μια πολύ καλή στρατηγική επιβίωσης. Και τώρα ευχόταν να είχε καταψηφίσει όλους εκεί­ νους τους φιλομεταναστευτικούς νόμους που είχε καταθέσει το κόμμα της και να είχε πει τα πράγματα λίγο περισσότερο με το όνομά τους. Το σώμα της κινούνταν υπερβολικά αργά· οι μύες των μηρών της πονούσαν και τα πνευμόνια της ούρλιαζαν για αέρα. Ήξερε ότι σύντομα δεν θα ’χε τη δύναμη να κινηθεί άλλο. Το μυαλό της πάλευε με τον φόβο, προσπαθούσε να της εξηγήσει το προφα­ νές: ότι δεν ήταν και το πιο πιθανό θήραμα για βιασμό. Ο φόβος την βοήθησε να φτάσει στην κορυφή του λόφου και μπορούσε τώρα να δει από την άλλη πλευρά την κατηφόρα του Μαντσερούντ Αλέ. Ένα αυτοκίνητο έκανε όπισθεν βγαίνοντας από έναν κήπο. Θα τα κατάφερνε, εκατό μέτρα είχαν μείνει όλα κι όλα. Η Μάριτ Ούλσεν άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας στο γλιστερό γρασίδι, καταφέρνοντας ίσα ίσα να μείνει όρθια. Δεν άκουγε πια βήματα πίσω της· η λαχανιασμένη της αναπνοή σκέ­ παζε τα πάντα. Το αυτοκίνητο βγήκε στον δρόμο και, μ’ έναν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=