Τα πέντε βασίλεια: Χρονοταξιδιώτες

7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Αιχμάλωτοι Ο Κόουλ δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ήταν ξαπλωμένος πάνω στις τραχιές ξύλινες σανί- δες του πατώματος μιας άμαξας, με την κουκούλα που κάλυπτε το κεφάλι του να μαλακώνει κάπως το ρυθμικό χτύπημα των σανίδων στο κρανίο του. Κρίνοντας από τον ήχο των οπλών και το τράνταγμα του οχήματος, προχω- ρούσαν γρήγορα σε χωματόδρομο. Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη με δυνατούς, λεπτούς σπάγ- γους. Οι αστράγαλοί του ήταν τυλιγμένοι με σιδερένια δεσμά, που μπήχτηκαν στο δέρμα του όταν προσπάθησε να ελευθερωθεί. Το άγριο ύφασμα στο πρόσωπό του κό- ντευε να του προκαλέσει πανικό, παρόλο που μπορούσε να αναπνεύσει σχετικά καλά. Δυσάρεστα αισθήματα τον κατέκλυσαν – πείνα, δίψα, πόνος, εξάντληση. Έχοντας μόλις επιστρέψει από τον τόπο των απόηχων, η αίσθηση του σώματός του φάνταζε αλλόκοτα ξένη. Είχε πολύ καιρό να νιώσει πείνα. Ή πόνο. Τον είχαν προειδοποιήσει πριν επιστρέψει στο σώμα του. Ήξερε πως είχε πιαστεί αιχμάλωτος μαζί με την Ντέστινι, την Όνορ και τον Ντέσμοντ. Τα σώματά τους είχαν μείνει στον Ναό του Κραταιού Ουρανού όταν είχαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=